Ο ηθοποιός Αθανάσιος Σίσυφος (1824;–1891), δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Το βιογραφικό σημείωμα που παραθέτουμε (χφο, 9σ.) είναι συνταγμένο από τον συνονόματο του ηθοποιού εγγονό του Αθανάσιο Σίσυφο, ο οποίος ήταν γιατρός εργασίας στο Εθνικό Θέατρο υπό τη γενική διεύθυνση του Κωστή Μπαστιά (1937–1940).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΙΣΥΦΟΣ
ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΜΕΓΕΘΗΣ ΑΣΤΗΡ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ
Τὸ Ἑλληνικὸν θέατρον ἀκόμη καὶ κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς δουλείας δὲν ἔπαυσε νὰ ἐμπνέῃ ὁμογενεῖς τινας, οἱ ὁποῖοι φιλοξενούμενοι εἰς χώρας ξένας μακρὰν τῆς ἀγαπημένης πατρίδος των προσεπάθησαν νὰ τὸ ἐπαναφέρουν εἰς τὴν ζωήν.
Ἤδη ἀπὸ τοῦ ἔτους 1811 οἱ ἐν Ὀδησσῷ Ἕλληνες ἔδιδον ἑλληνικὰς παραστάσεις. Τὸ παράδειγμα δὲ αὐτῶν ἠκολούθησαν μετά τινα ἔτη καὶ οἱ Ἕλληνες τοῦ Βουκουρεστίου. Εἰς τὰς εὐγενεῖς προσπαθείας τῶν ἐμπνευσμένων ἐκείνων πατριωτῶν, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι αὐτοὶ ἠθέλησαν ν’ ἀναστήσουν τὸ Ἑλληνικόν θέατρον ἀπὸ τὸν τάφον του, ἔθεσε τέρμα ἡ ἔναρξις τοῦ μεγάλου ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Ἐπαναστάσεως οἱ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ διεσπαρμένοι Ἕλληνες εἰς νήσους τινὰς τοῦ Αἰγαίου καὶ εἰς τὴν Ἑπτάνησον δὲν παρέλειψαν νὰ ἐξάπτουν διὰ παραστάσεων τὸν πατριωτισμὸν τῶν ὁμοφύλων των καὶ νὰ παρορμοῦν τούτους εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ἡρωϊκῶν πράξεων διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ γένους ἀπὸ τὸν ἐπαχθῆ τουρκικὸν ζυγόν.
Μετὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβασιν τῆς Ἐπαναστάσεως ἡ Ἑλληνικὴ σκηνὴ ἀνεπέτασε διὰ πρώτην φορὰν τὴν αὐλαίαν κατὰ τὸ ἔτος 1832 εἰς τὴν Σῦρον (Βλ. Ν. Ι. Λάσκαρη: «Τὸ πρῶτον Ἑλληνικὸν θέατρον» ἐν τῷ Ἡμερολογίῳ τῶν ἐθνικῶν φιλανθρωπικῶν καταστημάτων Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1906, σελ. 403–414), ἐν ἔτει δὲ 1836 εἰς τὰς Ἀθήνας. «Ἔκτοτε ἡ Ἑλληνικὴ σκηνή», λέγει ὁ Λάσκαρης, «ἄλλοτε μὲν προπηλακιζομένη καὶ καταδιωκομένη, ὡς μὴ ὤφειλεν, ὑπ’ ἐκείνων οἵτινες ὑπεχρεοῦντο νὰ προστατεύσουν αὐτήν, ἄλλοτε δὲ περιάγουσα τὰ ράκη αὐτῆς ἀνὰ τὸν ὑπόδουλον Ἑλληνισμόν, ὅπου ἔτυχε τῆς γενικῆς τῶν ὁμογενῶν προστασίας, συνετηρήθη μέχρι τῆς σήμερον, κρατήσασα ὅσον ἠδύνατο ὑψηλότερα τὸ γόητρον αὐτῆς». («Ἑλληνικαὶ Πρόοδοι, Πανελλήνιον Λεύκωμα Εἰκονογραφημένον». Ἐν Ἀθήναις 1908, σελ. 130).
Εὑρισκόμεθα εἰς τὸ ἔτος 1840, ὁπότε ἐδίδετο εἰς τὸ τότε χειμερινὸν θέατρον τῶν Ἀθηνῶν ἡ τραγῳδία «Ὁ Γεώργιος Καστριώτης». Τὸ θεατρικὸν τοῦτο ἔργον τὸ ὁποῖον ἐπροκάλεσεν παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ καὶ ἐξῆψεν ἐκ τὰς ψυχὰς τὸ πατριωτικὸν συναίσθημα ὑπῆρξε τρόπον τινὰ ἕνα εἶδος ἀποκαλύψεως τῆς καλλιτεχνικῆς ἰδιοφυΐας ἑνὸς βλαστοῦ ἀρίστης ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας, τοῦ Ἀθανασίου Σισύφου.
Ὁ Ἀθανάσιος Σίσυφος διῃσθάνθη εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματός του τὴν ἀποστολήν του ὡς καλλιτέχνου, προοριζομένου νὰ προσφέρῃ εἰς τὴν πρόοδον καὶ ἐξέλιξιν τοῦ θεάτρου τῆς πατρίδος του σπουδαιοτάτην συμβολήν, ἤδη ὡς ἔφηβος. Ἀλλ’ οἱ πρῶτοι ἐνθουσιασμοὶ καὶ ἐλπίδες τοῦ νεαροῦ Σισύφου διὰ τὴν δημιουργικὴν συμμετοχήν του εἰς τὸ Ἑλληνικὸν θέατρον ἐπέπρωτο νὰ βραχοῦν μὲ ποταμὸν δακρύων. Κατὰ τὴν παράστασιν τῆς ἀνωτέρω τραγῳδίας ὁ Ἀθανάσιος συλληφθεὶς ἐπ’ αὐτοφώρῳ ὑπὸ τοῦ πατρός του νὰ ὑποδύεται τὸν ῥόλον Τούρκου στρατιώτου, ἐδάρη ἀνηλεῶς. Ἡ τοιαύτη σκληρὰ τιμωρία δὲν γνωρίζομεν ἂν ὠφείλετο εἰς τὴν κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους κρατοῦσαν ἐν Ἑλλάδι ἀντίληψιν, ὅτι, καθὼς παρατηρεῖ ὁ Λάσκαρης, οἱ θεατρῖνοι ἦσαν ἄνθρωποι παραδώσαντες τὴν ψυχήν των εἰς τὸν Σατανᾶν ἢ εἰς τὸ ὅτι ὁ πατὴρ Σίσυφος εἶδε τὸν υἱόν του, ἔστω καὶ καθ’ ὑπόκρισιν μεταστρεφόμενον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Κορανίου καὶ φέροντα Τούρκου στρατιώτου στολήν, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑωρτάζετο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Σωτῆρος!
Ὁποιαδήποτε καὶ ἂν ἦτο ἡ αἰτία, τὸ πατρικὸν ξυλοκόπημα ἐξήσκησε τοιαύτην ἐπὶ τοῦ νεαροῦ ξυλοκοπηθέντος ἐπίδρασιν, ὥστε, ἑκὼν ἄκων, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰς Μούσας καὶ νὰ τραπῇ εἰς τὴν ἄσκησιν ἐπικερδοῦς βιοποριστικοῦ ἐπαγγέλματος. Πλὴν ὅμως, παρορμώμενος ἀπὸ τὸν διακαῆ ἔρωτά του πρὸς τὴν τέχνην, τὸν ὁποῖον ματαίως προσεπάθησε νὰ συγκρατήσῃ μέχρι τοῦ ἔτους 1850, ἐγκατέλειψε τὸ πεζὸν βιοποριστικόν του ἐπάγγελμα καὶ ἤρχισε τακτικῶς πλέον καὶ ἀπαρεγκλίτως τὴν σταδιοδρομίαν του, προσληφθεὶς εἰς τὸν θίασον Καπέλλα και Κούγκουλη, ὅστις ἔδιδεν ἀπὸ τοῦ ἔτους 1848 ἐν Ἀθήναις παραστάσεις μὲ διακεκριμένους κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἠθοποιούς.
Ὁ Ἀθανάσιος Σίσυφος ἀνῆλθεν ὄχι πολὺ νέος τὴν σκηνήν. Ἦγε τότε τὸ τριακοστὸν πέμπτον ἔτος τῆς ἡλικίας του. Οἱ πρῶτοι ρόλοι, εἰς τοὺς ὁποίους διεκρίθη εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ἦσαν ὡς ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ θεάτρου Λάσκαρης, γεροντικοὶ ῥόλοι. Ὁ ἐν λόγῳ καλλιτέχνης τοῦ θεάτρου ἐνεβάθυνεν ὑπὲρ πάντα ἄλλον εἰς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ νόημα τῶν ἔργων τοῦ Μολιέρου διαπλάσας μετ’ ἐκτάκτου ἐπιτυχίας τὸν ῥόλον τοῦ Κουτεντιάδην εἰς τὸν «Ἀγαθόπουλον», κατόπιν δὲ τοῦ Κουϊδαμᾶ εἰς τὸν «Μανιώδη», καὶ τοῦ Κύρ–Γιάννη εὶς τὸν «Ἑξηνταβελόνην».
Ἐν ἔτει 1857 συνεκροτήθη ὁ πρῶτος συστηματικὸς Ἑλληνικὸς θίασος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Σίσυφος ἐκλήθη νὰ λάβῃ ἐνεργὸν μέρος. Ὁ Λάσκαρης ἀναφέρει ἔγγραφον τῆς τότε ἐπιτροπῆς: «Ἡ Ἐπιτροπὴ, λέγει τὸ ἔγγραφον τοῦτο, ἐπιθυμοῦσα νὰ ἐνισχύσῃ τοὺς μᾶλλον ἐπὶ ἱκανότητι, ἐπιμελείᾳ καὶ ζήλῳ διακριθέντας κατὰ τὴν λήγουσαν ἤδη περίοδον ἠθοποιοὺς Ἕλληνας καὶ νὰ δώσῃ αὐτοῖς δείγματα τῆς εὐαρεσκείας της, μεταξὺ τῶν εὐεργετικῶν παραστάσεων, τὰς ὁποίας ἀπεφάσισε νὰ δοθῶσιν ὑπὲρ τῶν διακριθέντων ἠθοποιῶν, ἐνέκρινε νὰ δοθῇ καὶ τοιαύτη ὑπὲρ τῶν ἠθοποιῶν Σούτσα καὶ Σισύφου δόντων δείγματα λίαν ἐπαισθητῶν προόδων».
Δυστυχῶς, πρὸ τῆς ἀδιαφορίας τοῦ Κοινοῦ, τὸ ὁποῖον δὲν ἦτο κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἀκόμη ὥριμον διὰ τὴν κατανόησιν τοῦ ὑψηλοῦ προορισμοῦ καὶ τῆς ἠθικοπλαστικῆς ἀποστολῆς τοῦ σοβαροῦ θεάτρου, καὶ ἐλλείψει πάσης ὑποστηρίξεως ἐκ μέρους τῆς Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, ἥτις, ἐν τούτοις, δὲν ἔπαυσε χρηματοδοτοῦσα γενναίως τὸ Ἰταλικὸν μελόδραμα, ὁ θίασος διελύθη κατὰ τὸ ἔτος 1858 οἰκτρῶς, τὸ δὲ Ἑλληνικὸν θέατρον διέτρεξεν ἐπὶ δέκα ὁλόκληρα ἔτη στάδιον τελείας παρακμῆς καὶ μαρασμοῦ.
Ἀλλ’ ὁ ἐπιμένων νικᾷ. Κατὰ τὸ ἔτος 1868 δύο κορυφαῖοι τοῦ ὑπὸ τὰς ἀνωτέρω θλιβερὰς συνθήκας διαλυθέντος θιάσου, ὁ Σούτσας καὶ ὁ Σίσυφος, ὁ ἔρως τῶν ὁποίων πρὸς τὴν σκηνὴν δὲν εἶχε διόλου μειωθῇ, παρ’ ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ τὰς ἀντιξόους περιστάσεις, συνεταιρισθέντες ἔδιδον παραστάσεις ἐν τῷ θεάτρῳ Μπούκουρα, παλαίοντες κατὰ μυρίων δυσκολιῶν οἰκονομικῆς φύσεως, συχνάκις ἀπογοητευόμενοι, ἀλλὰ διατηροῦντες πάντοτε εἰς τὴν ψυχήν των ἄσβεστον τὸ πῦρ τῆς τέχνης, καὶ ἔχοντες πλήρη συνείδησιν τοῦ μέλλοντος τελικοῦ θριάμβου των, ὡς ανακαινιστῶν τοῦ τότε ἀτροφικοῦ Ἑλληνικοῦ θεάτρου.
Εἶναι ὑπὸ ψυχολογικὴν ἔποψιν πράγματι ἐκπληκτικὸν τὸ ὅτι ὁ Ἀθανάσιος Σίσυφος ὡς ἐὰν προῃσθάνετο τὴν μεγαλυτέραν συμφοράν, τὴν δυναμένην νὰ πλήξῃ καὶ νὰ ῥίψῃ εἰς τὴν ἐσχάτην τῶν ἀπογνώσεων πάντα μὲν ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἰδίως ἕνα καλλιτέχνην περιωπῆς, δηλαδὴ τὴν ἀπώλειαν τῆς ὁράσεως, ἠρέσκετο καὶ ἐπετύγχανεν ὑποκρινόμενος τοὺς τυφλούς. Πρῶτος αὐτὸς διέπλασε τὸν ῥόλον τοῦ Ραψῳδοῦ εἰς τὴν «Μαρίαν Δοξαπατρῆ», τοῦ Λυκόρτα εἰς τὴν «Μερόπην», τοῦ Λεμβίκη εἰς τὸν «Ταρτοῦφον», τοῦ Πυλάδου εἰς τὸν «Ὀρέστην», τοῦ Δεσμοφύλακος εἰς τοὺς «Δύο Λοχίας» καὶ τοῦ Μπάρμπα–Θωμᾶ εἰς τοὺς «Μυλωνάδες».
Ὁ Ἀθανάσιος Σίσυφος, προσβληθεὶς ἐξ ἀμαυρώσεως καὶ ἀπολέσας καθ’ ὁλοκληρίαν τὴν ὅρασιν, ἔμεινεν ἐπὶ εἵκοσι ὅλα ἔτη μακρὰν τῆς σκηνῆς. Τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας του τὸν περιέβαλον μετ’ ἐκτάκτου στοργῆς καὶ διὰ μυρίων περιποιήσεων προσεπάθησαν νὰ καταστήσουν ὁπωσδήποτε ὀλιγώτερον σκληρὰν καὶ ὀδυνηρὰν τὴν συμφοράν του ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ πολυτιμοτέρου ἀγαθοῦ εἰς τὸν μάταιον τοῦτον κόσμον: τοῦ φωτός. Ἀλλ’ ἓν ἄλλο φῶς ἰσχυρότερον καὶ λαμπρότερον, τὸ φῶς τῆς τέχνης, παρέμεινεν ἄσβεστον εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀτυχήσαντος καλλιτέχνου, ὥστε ὁ Σίσυφος, καίτοι τυφλός, ἐζήτει νὰ ἐμφανισθῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τῆς σκηνῆς. Οἱ οἰκεῖοι του προσεπάθησαν νὰ τὸν πείσουν ν’ ἀποβάλῃ τὴν ἀτυχῆ αὐτὴν ἰδέαν, ἀλλὰ τέλος, συγκινηθέντες ἀπὸ τὰς ἐπανειλημμένας μετὰ δακρύων παρακλήσεις ἐνέδωσαν καὶ ὁ τυφλὸς καλλιτέχνης ἐνεφανίσθη καὶ πάλιν ἐπὶ σκηνῆς τὴν 11 Αὐγούστου 1877 εἰς τὸ ἐν Ἀθήναις θέατρον «Ἀπόλλων», ὑποδυθεὶς τὸν ῥόλον τοῦ τυφλοῦ τραγῳδοῦ εἰς τὴν «Μαρίαν Δοξαπατρῆ».
«Ἡ ἑσπέρα ἐκείνη, λέγει ὁ Λάσκαρης, θὰ μείνῃ ἀλησμόνητος καὶ μοναδικὴ εἰς τὰ χρονικὰ τοῦ παγκοσμίου θεάτρου. Ὅσοι τὸ ἐγνώριζαν – καὶ τὸ ἐγνώριζαν πάντες οἱ πλημμυρίσαντες τὸ θέατρον κατὰ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ὅτι ὁ Σίσυφος δ ὲ ν ὑπεκρίνετο τὸν τυφλόν, ἔκλαιον ἐν σιγῇ, μεταδίδοντες τὴν συγκίνησιν καὶ εἰς τοὺς ἐπὶ σκηνῆς ἠθοποιούς, οἱ ὁποῖοι ἐν λυγμοῖς ἀπεπεράτωσαν τὴν παράστασιν ἐκείνην, καθ’ ἥν, φεῦ! διὰ τελευταίαν φορὰν ὁ δυστυχὴς Σίσυφος ΕΒΛΕΠΕΝ ἑαυτὸν θριαμβεύοντα ἐπὶ σκηνῆς».
Υἱὸς τοῦ ὑπὸ τοιαύτας δραματικὰς συνθήκας τερματίσαντος τὴν καλλιτεχνικὴν σταδιοδρομίαν του καὶ τὴν ζωήν του Ἀθανασίου Σισύφου ἦτο ὁ ἰατρὸς Ἠλίας Σίσυφος. Οὗτος, μόλις ἀπεπεράτωσε τὰς σπουδάς του καὶ ἔλαβε τὸ διδακτορικόν του δίπλωμα ἐν τῷ Ἐθνικῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, δὲν ἐδίστασε ν’ ἀναλάβῃ τὴν πλήρη κινδύνων καὶ εὐθυνῶν διεύθυνσιν τοῦ νοσοκομείου Εὐλογιώντων, εἰς τοὺς ὁποίους παρέσχε μὲ προθυμίαν ἀνταξίαν τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς τοῦ ἰατροῦ καὶ μὲ παραδειγματικὴν αὐτοθυσίαν τὴν ἐπιστημονικὴν βοήθειάν του. Ἡ Δημοτικὴ Ἀρχή, ἐκτιμῶσα τὴν ἐπιστημονικήν του ἱκανότητα καὶ τὰς ὑπηρεσίας, τὰς ὁποίας παρέσχεν, ὠς διευθυντὴς τοῦ ἀνωτέρω νοσοκομείου, διώρισεν αὐτὸν ἀστυΐατρον.
Ὁ Ἠλίας Σίσυφος ἀπεβίωσε τὸ 1891* πρὸς μεγίστην λύπην τῶν πολυαρίθμων πελατῶν του. Δὲν ἦτο πλούσιος, ἀλλ’ ἔχων πλήρη συνείδησιν τῆς ἀποστολῆς τοῦ εὐγενοῦς ἐπαγγέλματός του, κατὰ τὴν ἄσκησιν τοῦ ὁποίου χρηματισμὸς καὶ ἰδιοτέλεια ἀντίκεινται πρὸς τὸν ὑψηλὸν προορισμὸν ἑνὸς εὐσυνειδήτου ἰατροῦ, ὄχι μόνον παρεῖχεν ἄνευ ἀμοιβῆς τὴν ἰατρικὴν συνδρομήν του εἰς τοὺς ἀπόρους πελάτας του, ἀλλὰ καὶ φάρμακα προσέφερεν εἰς αὐτοὺς δωρεὰν καὶ χρηματικὰ βοηθήματα.
Τὸν Ἠλίαν Σίσυφον διεδέχθη ο κ. Ἀθανάσιος Σίσυφος, γνωστὸς καὶ διακεκριμένος παθολόγος – ἰατρὸς τῆς πόλεώς μας, ἐκπαιδευθεὶς εἰς τὴν Ἰατρικὴν Σχολὴν τῶν Παρισίων. Ὁ κ. Ἀθανάσιος Σίσυφος, ἀρχίατρος ἐν ἀποστρατείᾳ, κατέχει σήμερον τὴν θέσιν θεράποντος ἰατροῦ διὰ τὸ προσωπικὸν τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου. Ὀρθῶς, θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἴπῃ κανείς, ὅτι κατὰ τὴν ἐκλογήν του ὡς τοιούτου ἴσχυσε τὸ Ἀγγλικὸν ἀπόφθεγμα the right man at the right place (ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος εἰς τὴν κατάλληλον θέσιν), δεδομένου ὅτι ὁ κ. Σίσυφος, ἐκ κληρονομικότητος, εἶναι ἐραστὴς τῶν ὡραίων τεχνῶν καὶ τοῦ θεάτρου.
* Από παραδρομή, ο Αθανάσιος Σίσυφος γράφει το έτος θανάτου του ηθοποιού παππού του, κι όχι του γιατρού πατέρα του.
Ντίνα Σταματογιαννάκη
Αρχειακή ενότητα Αθανασίου Σίσυφου, δωρεά Γιάννη Μπαστιά. Tμήμα παραστατικών τεχνών ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ
Ετικέτες: έλληνες ηθοποιοί, 19ος αιώνας
Αναρτήθηκε στη σελίδα του ΕΛΙΑ στο Facebook στις 2.7.2021