Ιστορική αναδρομή. Οι άνθρωποι ταξίδευαν πάντα. Η φιλοξενία και τα καταλύματα στην Αρχαία Ελλάδα και στην Ευρώπη μέσα στο χρόνο. Τουρισμός. Αρχαίος και σύγχρονος ταξιδιώτης.
Η ανάγκη του ανθρώπου να αναζητά διαρκώς νέους ορίζοντες και καινούργιες πατρίδες τον ώθησε να ταξιδεύει. Τα πρώτα ταξίδια ξεκίνησαν πριν από χιλιάδες χρόνια, από την Παλαιολιθική και Νεολιθική εποχή. Οι άνθρωποι τότε ταξίδευαν για να βρουν τροφή, να προστατευτούν από τις καιρικές συνθήκες, να αποφύγουν συγκρούσεις, να βρουν τόπους κατάλληλους[1] για να κτίσουν τους οικισμούς τους. Ταξίδευαν κατά ομάδες, με τα πόδια στην ξηρά και με σχεδίες στο νερό. Έμεναν σε σπηλιές, κρύβονταν στα δάση και κατασκήνωναν στην ύπαιθρο μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Σε όλες τις περιόδους, στις μετακινήσεις των ανθρώπων σημαντικό ρόλο έπαιξε η εξέλιξη των μεταφορικών μέσων. Η ανάπτυξη των πρώτων μεγάλων πόλεων στη Μεσοποταμία οδηγεί στην ανάγκη επαφών για εμπορικούς, πολιτικούς και μορφωτικούς λόγους. Η εφεύρεση του χρήματος από τους Σουμέριους το 4000 π.Χ., της σφηνοειδούς γραφής και του τροχού, συμβάλλουν στην ανάπτυξη του ρυθμού των ταξιδιών. Σταδιακά αρχίζει στη Μεσοποταμία, την Κρήτη, τις Μυκήνες και αλλού η κατασκευή αμαξιτών δρόμων, οι οποίοι διαθέτουν μια ή δύο λωρίδες κυκλοφορίας. Αρχικά έχουμε τα υποζύγια και τις άμαξες στην ξηρά και τα ιστιοφόρα στη θάλασσα με σκοπό την πραγματοποίηση των μετακινήσεων σε μακρινές αποστάσεις. Έτσι Αιγύπτιοι, Φοίνικες και Έλληνες ναυτικοί ξεκινούσαν από τα λιμάνια[2] της πατρίδας τους για να επεκτείνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική. Αναλάμβαναν ταυτόχρονα τη μεταφορά των εμπορευμάτων και των ταξιδιωτών σε όλες τις περιοχές του τότε γνωστού κόσμου, συνδέοντας αρχικά τις χώρες της Μεσογείου. Το εμπόριο γίνεται η αιτία και για τα πρώτα ταξίδια στη μακρινή Κίνα και την Ινδία, ενώ πολύ καιρό πριν πλεύσουν ευρωπαϊκά πλοία στον Ινδικό Ωκεανό, Άραβες και Κινέζοι ναυτικοί από την Ανατολή τον είχαν ήδη διασχίσει. Επίσης, μεγάλη εντύπωση προκαλεί το θάρρος των ταξιδιωτών της Πολυνησίας, που με μικρά σκάφη διασχίζουν όλο το Αρχιπέλαγος φτάνοντας στη Χαβάη.
Φοινικικό πλοίο. Πηγή: www.geodifhs.com
Στους πρώτους λαούς[3] που επεκτείνουν την επιρροή τους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου, οφείλεται και η βελτίωση των όρων και της ασφάλειας των ταξιδιών. Η ανάγκη να μένουν ανοικτοί οι δρόμοι για οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους, καθώς και η διαμόρφωση των πρώτων σφαιρών επιρροής, όπου είναι αποδεκτό κάποιο κοινό νόμισμα, δίνουν μεγάλη ώθηση στα ταξίδια της εποχής. Η κοινή γλώσσα ήταν ακόμα ένα βήμα που επιτεύχθηκε κυρίως στην αρχαία Ελλάδα, ενώ την ίδια εποχή στις μεγάλες αυτοκρατορίες βελτιώνονται αισθητά οι υποδομές.
Στην Αίγυπτο καταγράφονται ταξίδια για σκοπούς θρησκευτικούς που ήταν ουσιαστικά και τα πρώτα ταξίδια αναψυχής. Εκεί υπάρχουν και πολλά σημάδια των πρώτων ταξιδιωτών-περιηγητών χαραγμένα σε μνημεία και ναούς. Οι Σημίτες επίσης διακρίνονταν για τη φιλοξενία τους, καθώς η φροντίδα του ταξιδιώτη θεωρείτο αναπόσπαστο μέρος της ζωής και αποτελούσε έθιμο. Συμπεριφέρονταν στον επισκέπτη με μεγάλη ευγένεια, είτε ήταν ξένος είτε φίλος, συγγενής ή προσκεκλημένος. Σύμφωνα με τις Γραφικές αφηγήσεις χαιρετούσαν τον ξένο φιλώντας τον, ιδιαίτερα αν ήταν συγγενής. Ένα μέλος του σπιτιού, συνήθως κάποιος υπηρέτης, του έπλενε τα πόδια, ενώ επίσης τάιζαν και φρόντιζαν τα ζώα του. Πολλές φορές του ζητούσαν να διανυκτερεύσει στο σπίτι τους, ενίοτε δε και να μείνει αρκετές ημέρες. Στη διάρκεια της παραμονής του, ο επισκέπτης ήταν προστατευόμενος του οικοδεσπότη.
Στα χρόνια του Ομήρου, σε όποιο σπίτι και αν πήγαινε ένας ξένος, θα έβρισκε φιλοξενία. Ο ξένος βέβαια της εποχής του Ομήρου δεν ήταν τουρίστας, αλλά αγγελιοφόρος, εξόριστος, ταξιδιώτης. Στα έργα του ο ποιητής αναφέρει πολλές περιπτώσεις φιλοξενίας. Για παράδειγμα η φιλοξενία που προσέφερε ο Διοκλής, βασιλιάς των Φηρών της Μεσσηνίας, στον Τηλέμαχο, γιο του Οδυσσέα, στη μέση του ταξιδιού του από την Πύλο στη Σπάρτη και κατά την επιστροφή του. Ο Μενέλαος και η ωραία Ελένη φιλοξενήθηκαν από τον Πόλυβο, βασιλιά των Θηβών της Αιγύπτου, ενώ ο Οδυσσέας, ταλαιπωρημένος και κατατρεγμένος από την οργή του Ποσειδώνα, φιλοξενήθηκε από την Ναυσικά και τον πατέρα της, βασιλιά Αλκίνοο.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τόσο έντονη την επιθυμία για ταξίδια, ώστε δημιουργήθηκε, κατά την ελληνιστική περίοδο κυρίως, μια ιδιαίτερη κατηγορία συγγραφέων, που ονομάστηκαν περιηγητές. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, η λέξη περιηγητής δήλωνε αφενός εκείνον που καθοδηγούσε τους ξένους σε ενδιαφέροντες τόπους και τους εξηγούσε τα αξιοθέατα και αφετέρου τον συγγραφέα που περιέγραφε λεπτομερώς τόπους και πόλεις. Ως αξιόλογοι περιηγητές στην αρχαιότητα αναφέρονται ο Στράβων, ο Ηρόδοτος, ο Θαλής, ο Παυσανίας, αλλά και ο Πλάτων[4]. Οι αρχαίοι Έλληνες που ταξίδευαν, τόσο για εμπορικούς όσο και για ιδιωτικούς λόγους, έθεσαν τα θεμέλια του περιηγητικού, του θρησκευτικού, του αθλητικού, του συνεδριακού, του θεραπευτικού, του ιαματικού, ακόμα και του θαλάσσιου[5] τουρισμού.
Ταυτόχρονα, στην αρχαία Ελλάδα η φιλοξενία απέκτησε υποχρεωτικό χαρακτήρα και ως έννοια σήμαινε -και σημαίνει- κατά κυριολεξία «αγάπη για τους ξένους», που εκδηλώνεται, στην πράξη, με την εγκάρδια υποδοχή των επισκεπτών και την παροχή στέγης και περιποίησης. Είχε μεγάλη ηθική αξία και η ίδια η θρησκεία την αγκάλιαζε ορίζοντας ως προστάτες της τον Ξένιο Δία, την Ξένια Αθηνά και τους Διόσκουρους Κάστορα και Πολυδεύκη. Το ιερό δίκαιο της φιλοξενίας προστάτευε τους ξένους και τιμωρούσε όσους το καταπατούσαν.
Οι ταξιδιώτες εκείνης της εποχής ανήκαν κυρίως στην άρχουσα τάξη. Οι μετακινήσεις πάντα σχετίζονταν με τον ελεύθερο χρόνο και τις δραστηριότητες που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια των επισκέψεων σε άλλες περιοχές. Οι ταξιδιώτες απολάμβαναν ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς στις ελληνικές πόλεις-κράτη[6] η φιλοξενία ήταν πράξη αρετής. Υπήρχε θεία απαίτηση για την περιποίηση των ξένων και ήταν αμάρτημα η κακή αντιμετώπισή τους. Ως συνέπεια, κάποιοι εύποροι πολίτες[7] άρχισαν να δημιουργούν στα σπίτια τους χώρους, ειδικά διαμορφωμένους, για τη φιλοξενία των ξένων. Η φιλοξενία ακολουθούσε μία ιεροτελεστία και παρεχόταν σε κάθε ξένο, ο οποίος, ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκε, μπορούσε να μείνει σε ειδικό δωμάτιο, στον «ξενώνα».
Η αποδοχή ενός ξένου για φιλοξενία λεγόταν «εστιάν»[8] ή «ξενίζειν»[9] ή «ξενοδοχείν»[10]. Ο ξένος με την άφιξή του έκανε ευχές στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε και στην αναχώρηση δεχόταν δώρα. Όταν εμφανιζόταν ένας ξένος, ο κύριος του σπιτιού, -σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες «ξενοδόχος» ή «στεγανόμος», ή «εστιοπάμμων[11]» ή «ναύκληρος»- τον προσκαλούσε στο σπίτι του και παρέθετε γεύμα προς τιμήν του. Η πρόσκληση σε γεύμα λεγόταν «επί ξενία καλείν». Ο ξένος μετά από το καθιερωμένο λουτρό, φορούσε τα πολυτελή ενδύματα που του προσέφερε ο οικοδεσπότης και στη συνέχεια καθόταν τιμητικά σε θρόνο. Το γεύμα συνήθως διαρκούσε πολύ, ενώ στη συζήτηση συμμετείχε και η οικοδέσποινα. Ο ξένος μετά από τα γεύματα έλεγε κάποια ιστορία ή κάποιο ανέκδοτο. Στην περίπτωση που κάποια ημέρα της φιλοξενίας δεν έτρωγε μαζί με τον «ξενοδόχο» του, τότε αυτός του έστελνε τρόφιμα στον ξενώνα του.
Αυτοί οι εύποροι πολίτες αργότερα θα ήταν και οι πρώτοι που θα φιλοξενούσαν πολλά άτομα ταυτόχρονα, σε περιόδους αθλητικών αγώνων και θρησκευτικών εορτών[12], δημιουργώντας έτσι τον θεσμό της δημόσιας φιλοξενίας. Η δημόσια φιλοξενία συνήθως δημιουργούσε ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στις πόλεις, με αποτέλεσμα να συνάπτονται «συνθήκες αμοιβαίας φιλοξενίας». Την προστασία των ξένων σε κάθε πόλη επέβλεπαν οι «πρόξενοι», δηλαδή οι επίσημοι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων, μετά από ειδική συνθήκη που υπογραφόταν γι’ αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός της «προξενίας». Ο θεσμός της «προξενίας» ισχυροποιήθηκε από την καθιέρωση των νομισμάτων ως ανταλλακτικού μέσου καθώς και από την διάδοση της γραφής και οδήγησε σε συνθήκες φιλίας πολλές ελληνικές πόλεις τόσο μεταξύ τους, όσο και με ξένες. Η συνθήκη «προξενίας», συντασσόταν και χαρασσόταν σε μαρμάρινες στήλες, ενώ ορισμένες φορές οι εκπρόσωποι αντάλλασσαν σύμβολα αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως συνηθιζόταν στην περίπτωση της ιδιωτικής «ξενίας». Την εποχή αυτή, η λέξη «ξενία» πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την έννοια της φιλίας. Σταδιακά δε, ο θεσμός της «προξενίας» έβαλε τις βάσεις για να διαμορφωθεί και να λειτουργήσει ένας τύπος διεθνούς δικαίου μεταξύ των πόλεων-κρατών.
Ο Ξένιος Δίας. Πηγή: http://amfictyon.blogspot.com
Μετά τον 5ο αιώνα π.Χ. και κυρίως στη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ., τότε που ο Πυθέας, ένας Έλληνας εξερευνητής, περιέπλευσε όλη τη Βρετανία και ίσως έφτασε μέχρι και την Ισλανδία, αυξάνεται αλματωδώς η κίνηση των ξένων στις αρχαίες ελληνικές πόλεις. Δημιουργούνται τα «καταγώγια[13]», τα οποία βέβαια δεν είχαν τη σημερινή αρνητική έννοια. «Καταγώγια» ονομάζονταν τα πολύ φτωχά αλλά καθαρά κτήρια, που αφιλοκερδώς παρείχαν διαμονή σε περιορισμένο αριθμό ξένων. Σύντομα, η ανάγκη για φιλοξενία μεγαλύτερου αριθμού ατόμων θα οδηγήσει στην ανέγερση πολυώροφων καταγωγίων. Τα περισσότερα καταγώγια ήταν χτισμένα με πανομοιότυπο τρόπο: συνεχόμενη δόμηση που σχημάτιζε ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο με κενό το εσωτερικό του, την αυλή. Η επίπλωση στα πρώτα καταγώγια ήταν μόνο ένα αχυρένιο στρώμα και αργότερα προστέθηκε κρεβάτι, τραπέζι και πάνω σε αυτό λάδι, αλάτι, ξύδι και ένα λυχνάρι. Το καταγώγιο πρόσφερε κυρίως στέγη και μερικές φορές δυνατότητα στον επισκέπτη να μαγειρέψει μόνος του. Γνωστά καταγώγια της εποχής ήταν το διάσημο καταγώγιο της Επιδαύρου με 100 δωμάτια δύο κλινών, το καταγώγιο στο Αρτεμίσιο της Μαγνησίας και το Λεωνιδαίο στην Ολυμπία, με μήκος 154 μέτρα.
Το καταγώγιο της Επιδαύρου την εποχή των ανασκαφών. Πηγή: www.stougiannidis.gr
Ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης, που φαίνεται ότι λειτουργούσε ανέκαθεν, και οι ανεπαρκείς χώροι για φιλοξενία για τους πολλούς, δημιούργησε τις συνθήκες, ώστε η «δωρεάν» φιλοξενία στην αρχαία Ελλάδα να υποχωρήσει δειλά δειλά στην «επί πληρωμή» φιλοξενία. Οι ξένοι πια, μη βρίσκοντας καταλύματα, είναι πρόθυμοι να πληρώσουν, καθώς δε βολεύονται απλά, αλλά έχουν απαιτήσεις. Έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα αξιοπρεπή οικήματα, που παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με τα σημερινά ξενοδοχεία. Εμφανίζονται επίσης και οι πρώτοι «εξηγητές», οι σημερινοί ξεναγοί.
Τέτοια οικήματα είναι τα «καπηλεία», που βρίσκονταν στις πόλεις και τα «πανδοχεία» που βρίσκονταν κατά μήκος εμπορικών επαρχιακών οδών[14]. Το «καπηλείο» ήταν υπαίθριος χώρος ή κατάστημα, όπου οι κάπηλοι (έμποροι) εμπορεύονταν ψωμί, λάδι, κρασί, σιτάρι, ακόμη και δούλους. Αργότερα μετεξελίχθηκαν σε πανδοχεία για τους οδοιπόρους. Οι πολύ κακές συνθήκες διαμονής, το άσχημο φαγητό, το φθηνό ποτό και οι τεράστιες χρεώσεις είχαν ως αποτέλεσμα οι λέξεις καπηλείο και κάπηλος[15] να αποκτήσουν την αρνητική έννοια της εκμετάλλευσης. Οι ευκατάστατοι πολίτες απέφευγαν αυτούς τους χώρους, οι φιλόσοφοι όμως τους επέλεγαν για τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις.
«Πανδοχεία» -άλλες φορές ξενώνες- ονομάζονταν εκείνα τα καταγώγια, που δέχονταν πελάτες μαζί με τα υποζύγιά τους. Τα πανδοχεία ήταν ιδιωτικά και κερδοσκοπικά, σε αντίθεση με τα καταγώγια τα οποία ήταν συνήθως δημόσια και αφιλοκερδή και διακρίνονταν σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με τις παροχές και την πολυτέλειά τους. Ορισμένα από αυτά παρείχαν μόνο δωμάτιο, ενώ ορισμένα άλλα δωμάτιο με διατροφή και συμπληρωματικές υπηρεσίες που κάλυπταν τις ανάγκες του ταξιδιώτη. Οι υπηρεσίες αυτές, καθώς και το όλο προϊόν, αρχικά ήταν υποτυπώδεις, αλλά με την πάροδο του χρόνου και την αύξηση του ανταγωνισμού βελτιώθηκαν εντυπωσιακά. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι η διαδρομή Αθήνα - Ολυμπία αποτελούσε μία λογική απόσταση για να ταξιδέψει κανείς με τα πόδια και κάθε πέντε χρόνια ένα τεράστιο πλήθος από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, έφτανε στην Ολυμπία περπατώντας. Έτσι, σταδιακά, κτίστηκαν πανδοχεία στην ύπαιθρο, σε συγκεκριμένα σημεία διαδρομών, έτσι ώστε να διευκολύνουν τα ταξίδια και την προσπέλαση διαφόρων περιοχών. Οι πλούσιοι της εποχής ταξίδευαν με συνοδεία βαστάζων οι οποίοι μετέφεραν τα απαραίτητα για να σταματούν και να αναπαύονται σε όποιο σημείο ήθελαν, αλλά και στρατιωτών για την ασφάλειά τους. Στις πόλεις δε που έφταναν, οι αρχές φρόντιζαν για την φιλοξενία τους. Τα πανδοχεία, κατά συνέπεια, φιλοξενούσαν κυρίως ασθενή οικονομικά στρώματα και οι υπηρεσίες που προσέφεραν ήταν αντίστοιχες. Με την πάροδο του χρόνου όμως οι υπηρεσίες τους βελτιώθηκαν ποιοτικά και αυξήθηκαν με προσφορά υπηρεσιών σίτισης. Τα τιμολόγια των πανδοχείων ήταν χαμηλά και ασαφή. Οι ταξιδιώτες πλήρωναν «στο περίπου», το στρογγυλοποιημένο ποσό που συνήθως ζητούσε «ο πανδοκέας» ή «η πανδοκεύτρια», αν και ορισμένες φορές γινόταν λογαριασμός ακριβείας. Τα πανδοχεία χρησιμοποιούσαν διαφημιστικές επιγραφές με μηνύματα του τύπου «Ξένε εδώ θα μείνεις ευχαριστημένος» και ταμπέλες με διακριτικά σήματα του προϊόντος που προσέφεραν, τα οποία μπορούσαν να απεικονίζουν κάποιο ζώο, κάποια θεότητα ή άλλη παράσταση. Στην Αρχαία Ελλάδα ήταν συνηθισμένη ακόμη και «η άγρα πελατών». Ορισμένοι πανδοχείς των οποίων το πανδοχείο βρισκόταν σε απομακρυσμένο σημείο, έσπευδαν στην αγορά των κεντρικών πανδοχείων και διαφήμιζαν το δικό τους.
Άλλες δομές φιλοξενίας αποτελούσαν τα «εντευκτήρια», τα «ιερά» και οι «σκηνές». Μερικές ελληνικές πόλεις διέθεταν λέσχες που ήταν κατασκευασμένες με δάπεδο και οροφή και προφύλασσαν τον επισκέπτη από την βροχή ή τον καυτό ήλιο. Αυτά ονομάζονταν «εντευκτήρια» και μπορούσαν καταχρηστικά να χρησιμοποιηθούν σαν πρόχειρο κατάλυμα για όσους δεν είχαν άλλη επιλογή. Τα «αρχαία ιερά» διέθεταν συχνά ξεχωριστό οίκημα για τη φιλοξενία των επισκεπτών, ιδιαίτερα όταν σε αυτά τελούνταν μεγάλες ιεροτελεστίες ή πανελλήνιοι αγώνες όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες στην Ολυμπία, τα Πύθια στους Δελφούς, τα Νέμεα στη Νεμέα και τα Ίσθμια στην Κόρινθο. Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα στην Αθήνα, τον Πειραιά, την Κόρινθο, αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας, υπήρχε πληθώρα ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Ωστόσο, ειδικά στον εορτασμό των Διονυσίων στην Αθήνα, ούτε οι θεσμοί φιλοξενίας, ούτε τα ξενοδοχεία μπορούσαν να καλύψουν τη ζήτηση, με αποτέλεσμα να λειτουργούν «επιχειρήσεις ενοικίασης σκηνών».
Ένα ξενοδοχείο πρώτης τάξης του 3ου αιώνα π.Χ., όπως περιγράφει ο Μελέτης Γκιόκας, αποτελείτο από ένα διώροφο ή τριώροφο κτίριο, διακοσμημένο με στοές και περιστύλια, ενώ αναπαραστάσεις όπως η αρπαγή της Περσεφόνης, οι γάμοι του Μενέλαου, οι δώδεκα Θεοί στον Όλυμπο και άλλες εικόνες, στόλιζαν τους τοίχους. Στο ισόγειο υπήρχαν ευρύχωρες αίθουσες γευμάτων αντίστοιχα διακοσμημένες. Στα δωμάτια υπήρχαν σκαλιστά κρεβάτια από ξύλο σφενδάμου και διακόσμηση πύξου και κατεργασμένα κομμάτια από όστρακο χελώνας, με πόδια διακοσμημένα από ασήμι και ελεφαντόδοντο. Το κρεβάτι δενόταν με σχοινί ή σπάρτα, για να σταθούν επάνω του στρώματα βαμμένα με πορφύρα, τα οποία σκεπάζονταν με πολυτελή υφάσματα. Υπήρχε πολυάριθμο προσωπικό και απόλυτη εξυπηρέτηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ειδικότητα του «στρώτη», ειδικού υπηρέτη στο στρώσιμο του κρεβατιού. Ο φωτισμός το βράδυ γινόταν με δάδες και λυχνάρια, τα οποία στηρίζονταν σε ειδικές διακοσμημένες υποδοχές στους τοίχους ή σε σκαλιστούς στύλους. Συνήθως τους συνδαιτυμόνες διασκέδαζαν μουσικοί της εποχής. Οι αρχαίοι Έλληνες αρχικά έτρωγαν καθιστοί, αλλά με την πάροδο του χρόνου έπαιρναν το γεύμα τους ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα με πλήθος μαξιλαριών, και μόνο οι γυναίκες έτρωγαν καθισμένες. Ο αριθμός των ανάκλιντρων ονομάτιζε τις αίθουσες φαγητού σε τρίκλινα, τετράκλινα, επτάκλινα και εννέα κλινών. Μαγείρευαν ψητά, βραστά και τηγανιτά φαγητά, ενώ τα προσφερόμενα φαγητά τα παρουσίαζαν σε κατάλογο που ονομαζόταν «γραμματείδιον». Το φιλοδώρημα στην Αρχαία Ελλάδα έπαιζε τον σημερινό του ρόλο, δηλαδή ήταν μία απόπειρα για εξασφάλιση επιπλέον εξυπηρέτησης. Πέραν όμως των πολυτελών ξενοδοχείων, υπήρχαν και πολλά χαμηλών κατηγοριών, όπου τα κρεβάτια ήταν ξύλινα και απλά, όπως και όλο το κτήριο και ο εξοπλισμός του.
Η εξάπλωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνετέλεσε στην βελτίωση του οδικού δικτύου, στην ασφάλεια, στις μεταφορές και στην εξειδίκευση των ταξιδιών. Ειδικά οι περιοχές που διέθεταν ιαματικά λουτρά αποκτούσαν γρήγορα φήμη και προσήλκυαν επισκέπτες. Σε αυτά τα μέρη πολλοί Ρωμαίοι φρόντισαν να χτίσουν τις βίλες τους και πολύ γρήγορα, λόγω του κλίματος και της εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς τους, εξελίχθηκαν σε αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα καλοκαιρινό θέρετρο. Το πιο φημισμένο θέρετρο της ρωμαϊκής αρχαιότητας, όπου μαζευόταν τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες η καλή κοινωνία της Ρώμης, πολιτικοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες αλλά και νεολαία που αναζητούσε περιπέτεια έξω από τα γνωστά στέκια της Ρώμης, ήταν οι Βάιες[16]. Η πόλη αυτή αρχικά ήταν το λιμάνι της αρχαίας Κύμης και βρισκόταν κοντά στη Νάπολη και όχι τόσο μακριά από τη Ρώμη, ακόμη και για τα μέτρα της αρχαιότητας. Πολλοί ρωμαίοι συγγραφείς κάνουν αναφορές στις Βάιες και ορισμένοι από αυτούς τις θεωρούν ένα από τα πιο «επικίνδυνα» μέρη, γεμάτο πειρασμούς ακόμη και για όσους είχαν αυστηρές ηθικές αρχές. Για ορισμένους συγγραφείς οι Βάιες έγιναν το συνώνυμο της ακολασίας, της ηδονοθηρίας και της ασυδοσίας. Το γεγονός είναι, ότι το θέρετρο αυτό συγκέντρωνε πολλούς ανθρώπους με οικονομική άνεση που ήθελαν να επιδείξουν τον πλούτο τους και να εντυπωσιάσουν. Ταυτόχρονα στους βελτιωμένους επαρχιακούς δρόμους της αυτοκρατορίας κάνουν την εμφάνισή τους σε πολλά σημεία τα «diversorii» -τύπος πανδοχείου– ενώ και οι ταβέρνες εκτός από φαγητό, ποτό, παρέα προσφέρουν και κατάλυμα.
Στους χρόνους του Βυζαντίου, έχουμε πανδοχεία μικρού μεγέθους, εγκατεστημένα στις πόλεις και στην επαρχία, τα λεγόμενα «χάνια», ενώ η Εκκλησία δημιουργεί επίσης, σε κάποιες πόλεις, τους «ξενώνες». Αργότερα αυτοί οι ξενώνες της Εκκλησίας θα δώσουν μορφή στα πρώτα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Την εποχή εκείνη, δηλαδή, η ξενία αναδείχτηκε για μία ακόμη φορά σε θρησκευτική αρετή. Αρκετοί φιλάνθρωποι δημιούργησαν ξενώνες, οι οποίοι συντηρούνται από κληροδοτήσεις, δωρεές πολιτών και προσφορές κληρικών, ενώ οι βασιλείς προσέφεραν επιχορηγήσεις. Γνωστοί ξενώνες ήταν η «Βασιλειάδα» του Μ. Βασιλείου στη Καισάρεια που ιδρύθηκε το 372 μ.Χ. και ήταν μεγάλος σαν πόλη, ο «Ξενών του Σαμψών» που ίδρυσε ο Ιουστινιανός και απέναντι από αυτόν οι ξενώνες του «Ισιδώρου» και του «Αρκαδίου», που ιδρύθηκαν επίσης από τον Ιουστινιανό. Οι ξενώνες απλώθηκαν σε όλο το Βυζάντιο και ειδικά στη διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τους Αγίους Τόπους. Πολλοί από αυτούς όμως μετά την άλωση εξελίχθηκαν σε σταθμούς καραβανιών, δηλαδή σε καραβάν σεράγια. Τότε φάνηκε ότι ήρθε το τέλος των ξενώνων. Όμως ακόμη και σήμερα διατηρείται η παράδοση της αφιλοκερδούς φιλοξενίας στον ειδικό χώρο, το «αρχονταρίκι» των μοναστηριών[17].
Την εποχή της Τουρκοκρατίας, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι ξενώνες κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν και τα πανδοχεία σταδιακά έπαψαν να λειτουργούν. Τη φιλοξενία προσέφεραν τα «χάνια[18]» και τα «καραβάν σεράγια».
Τα «καραβάν σεράγια» ήταν αρχικά αξιόλογα διώροφα οικοδομήματα, τα οποία αποτελούνταν από τέσσερα κτήρια που διαμόρφωναν μία εσωτερική αυλή. Υπήρχε μία τουλάχιστον στοά που οδηγούσε στην αυλή. Στο ισόγειο ήταν οι στάβλοι και στον όροφο υπήρχαν αρκετά σε αριθμό δωμάτια για τους ταξιδιώτες, οι οποίοι πλήρωναν ελάχιστα για τον ύπνο και το φαγητό τους, ενώ αν ήταν φτωχοί δεν χρειαζόταν να πληρώσουν. Τα «καραβάν σεράγια» κτίστηκαν από θρησκευτική παρόρμηση, η οποία όμως όταν παρήλθε, σε συνδυασμό με την οικονομική αναποτελεσματικότητά τους, τα οδήγησε στην παρακμή και στην ερείπωση.
Τα χάνια της εν λόγω περιόδου ήταν φτωχικά οικήματα με χαμηλής ποιότητας παροχές. Παρόμοια πανδοχεία με τα χάνια βρίσκονταν σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Τα χάνια βρίσκονταν στην ύπαιθρο, σε στρατηγικά σημεία διαδρομών. Τα έκτιζε το Τουρκικό κράτος, τούρκοι μεγιστάνες, αλλά και άνθρωποι του λαού, για θρησκευτικούς λόγους και συνήθως ήταν ισόγεια κτήρια με ένα πατάρι στο βάθος, όπου κοιμόταν ο ιδιοκτήτης. Στο χώρο του ισογείου υπήρχε η κουζίνα και εκεί οι ταξιδιώτες έτρωγαν και κοιμόνταν. Η τραπεζαρία δεν είχε καμία επίπλωση και οι ταξιδιώτες κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα και έτρωγαν με τα χέρια. Άλλες φορές υπήρχε ένα χαμηλό τραπέζι (σοφράς) και οι παρακαθήμενοι κάθονταν σε μαξιλάρια. Ο φωτισμός γινόταν με λύχνους που έκαιγαν λάδι ή λίπος. Τα φαγητά που προσφέρονταν ήταν όσπρια, κρεμμύδια, μαύρο ψωμί, λάδι, άγρια χόρτα, ακόμη και χορτόπιτες, ενώ τα παραθαλάσσια πρόσφεραν και διάφορα θαλασσινά. Υπήρχαν δε σε κοινή χρήση, ένα ή δύο ποτήρια για το κρασί.
Ο στάβλος δεν ήταν προϋπόθεση. Συχνά οι ταξιδιώτες κοιμούνταν δίπλα στο υποζύγιό τους, για να αποτρέψουν την κλοπή του ζώου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κρεβάτια δεν υπήρχαν και οι ταξιδιώτες κοιμούνταν στο έδαφος, αν και ορισμένες φορές μπορούσαν να έχουν χόρτο για στρώμα και μάλλινη κουβέρτα για να στρωθεί πάνω στο χόρτο. Στα χάνια αυτά, μπορούσε κανείς να βρει ακόμη και ντιβάνια ή σοφάδες για να κοιμηθεί. Την ίδια εποχή (1450-1820), υπήρχαν και ορισμένα (ελληνικής ή τούρκικης ιδιοκτησίας) χάνια, που προσέφεραν υπηρεσίες επιπέδου στους ταξιδιώτες.
Εκτός από τα χάνια, λειτουργούσε έντονα ο θεσμός της ιδιωτικής ξενίας. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες αλλοδαπών που επισκέφτηκαν την εποχή εκείνη την Ελλάδα, οι οποίοι αναφέρονται με ενθουσιασμό στην ιδιωτική, αφιλοκερδή φιλοξενία των Ελλήνων και στη ζεστή φιλοξενία των μοναχών και μιλούν με αγανάκτηση για τα χάνια και τα καπηλεία της εποχής.
Χάνι την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. Πηγή: Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη (Με το βλέμμα των περιηγητών)
Στις αρχές του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, τόσο οι εμπορικές δραστηριότητες όσο και τα ταξίδια ήταν σπάνια. Οι περισσότερες μετακινήσεις πραγματοποιούνταν για θρησκευτικές εκδηλώσεις, γιορτές και ιαματικές θεραπείες. Στα τέλη του μεσαίωνα όμως το εμπόριο και τα ταξίδια παρουσίασαν τέτοια ανάπτυξη, που δημιουργήθηκε η ανάγκη ξενοδοχειακών καταλυμάτων. Η αυξημένη ζήτηση οδήγησε ορισμένους στο να φιλοξενούν επί πληρωμή ταξιδιώτες στα σπίτια τους. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν πολλά από τα πανδοχεία της εποχής[19].
Τα πανδοχεία κατά κανόνα ήταν –όπως πολλά χάνια– διώροφα κτίσματα με προαύλιο, που στο ισόγειο διέθεταν χώρο σίτισης για τους ταξιδιώτες και στάβλο για τα ζώα. Στον όροφο διέθεταν μεγάλα δωμάτια, συνήθως χωρίς επίπλωση, όπου οι ταξιδιώτες μπορούσαν να κοιμηθούν ομαδικά.
Υπήρχαν όμως και ορισμένα πανδοχεία τα οποία διακρίνονταν για τις αναβαθμισμένες τους υπηρεσίες. Ένα από τα πλέον αξιόλογα πανδοχεία του μεσαίωνα, ήταν το “Inn” στο Nottinghamshire της Αγγλίας, κατασκευής 1189, όπου ξεκουράζονταν οι σταυροφόροι πριν ξεκινήσουν για το ταξίδι τους στους Άγιους Τόπους και το οποίο σώζεται ακόμη και σήμερα. Φημισμένα επίσης είναι τα πανδοχεία που φιλοξένησαν τους σταυροφόρους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη στη Ρόδο, τα οποία σώζονται ακόμη στην οδό Ιπποτών και σε άλλα σημεία της Παλιάς Πόλης.
Ταυτόχρονα στην Ευρώπη, λειτούργησαν αξιόλογα καπηλεία. Στην Αγγλία υπήρχε ένα καπηλείο με έμβλημα τον κύκνο, όπου σύχναζε ο Σαίξπηρ, ο «Ερυθρός Λέων» όπου σύχναζε ο Κρόμβελ, και άλλοι. Στο Παρίσι στο καπηλείο “Pomme de pin” ο Ραβελαί έγραψε τον Γαργαντούα. Τα καπηλεία της εποχής συγκέντρωναν την καλλιτεχνική κίνηση της εποχής και πήραν τη μορφή καφωδείου και μικρού θεάτρου. Σημερινοί απόγονοι των καπηλείων είναι οι ταβέρνες και τα cabaret.
Τελικά το πρώτο ξενοδοχείο εμφανίζεται στη Γαλλία το 1304 με την ονομασία «Αετός». Οι ανέσεις είναι ανύπαρκτες και τα στρώματα στα δωμάτια παραγεμισμένα με ξερά φύλλα.
Οι ιαματικές πηγές εξακολουθούν να είναι πολύ δημοφιλείς και κατά την Αναγέννηση έγιναν κέντρα αναψυχής και διασκέδασης για την υψηλή κοινωνία. Επίσης, την περίοδο της Αναγέννησης οι ανάγκες των ταξιδιωτών άλλαξαν και οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών ενθαρρύνονται να ταξιδέψουν στην Ευρώπη, για τρία ή και περισσότερα έτη, για να διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και να γίνουν δεκτοί στις βασιλικές αυλές. Τα ταξίδια αυτά ονομάστηκαν «Grand Tour», όμως δεν ήταν ασφαλή λόγω της αναβίωσης των ληστειών και της πειρατείας. Τα περισσότερα ταξίδια εκείνη την εποχή γίνονταν στην Ιερουσαλήμ και στους Αγίους Τόπους, όπου συνέρρεαν καραβάνια προσκυνητών από όλη την Ευρώπη αψηφώντας τους κινδύνους και τις κακουχίες που εμπεριείχε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Την ίδια περίοδο επίσης πραγματοποιήθηκαν τα μεγάλα ταξίδια εξερευνήσεων και ανακαλύψεων (Αμερική, Κίνα). Οι λαοί της Ευρώπης διαπιστώνουν μετά την ανακάλυψη των νέων χωρών πως ο ορίζοντας των ταξιδιών τους διευρύνεται. Επιστήμονες, έμποροι, ιεραπόστολοι ακολουθούν τους θαλασσοπόρους στους νέους προορισμούς, μεταφέροντας την ιστορία, τον πολιτισμό, την επιστήμη και τις ιδέες των χωρών προέλευσής τους.
Οι τότε συνθήκες των συνεχών πολέμων μεταξύ των κρατών της Ευρώπης, η ανασφάλεια των ταξιδιών, λόγω της έντονης ληστρικής και πειρατικής δράσης, όπως αναφέρθηκε, η έλλειψη δρόμων, συγκοινωνιακών μέσων, υποδομής, η διάσπαρτη κοινωνική αναταραχή και η γενική κατάσταση, όπου οι άνθρωποι προσπαθούσαν με δυσκολία να επιβιώσουν, δεν επέτρεπαν να εκδηλωθεί μια σοβαρή τουριστική δραστηριότητα.
Χάνι στην Ευρώπη το 1658. Πηγή: Πίνακας ζωγραφικής του David Teniers the Younger (1610–1690) - National Gallery of Art, Washington, D.C., USA.
Τον 18ο αιώνα στη Νέα Υόρκη των 30.000 κατοίκων λειτουργεί το πρώτο ξενοδοχείο. Ακολουθεί η Βοστώνη, η Βαλτιμόρη, η Φιλαδέλφεια. Οι πόλεις ανταγωνίζονται η μια την άλλη για το μεγαλύτερο και πληρέστερο ξενοδοχείο. Στην Ευρώπη, πρώτη η Ελβετία δημιουργεί ξενοδοχεία υψηλών επαγγελματικών προδιαγραφών λειτουργίας, κάτω από την εποπτεία και καθοδήγηση του ίδιου του κράτους. Τα δωμάτια, εκτός από κανάτα με νερό, διαθέτουν λουτρό σε κάθε όροφο, καμαριέρες, σερβιτόρους και θυρωρούς. Αρχιτεκτονικά τα ξενοδοχεία είχαν τη μορφή τριώροφου ή τετραώροφου κτιρίου, που στο ισόγειό του διέθετε υπηρεσίες σίτισης.
Τον 19ο αιώνα, που είναι ο αιώνας της τεράστιας ανάπτυξης του περιηγητισμού, οι ίδιες προηγούμενες συνθήκες επέβαλαν να δημιουργηθούν έργα και να καθιερωθούν διαδικασίες και πρακτικές, που αν και εξυπηρετούσαν σκοπούς μη τουριστικούς, θεμελίωσαν την μελλοντική τουριστική υποδομή (οδικά δίκτυα, θαλάσσια ταξίδια, καταλύματα, κ.ά.). Δύο τεχνολογικές αλλαγές στις αρχές του 19ου αιώνα διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ταξιδιού: η εμφάνιση των ατμόπλοιων και του σιδηροδρόμου[20]. Σε συνδυασμό με τη δημιουργία των οδικών δικτύων που συνδέουν τις πόλεις μεταξύ τους, μειώθηκε αισθητά το κόστος μεταφοράς και η μετακίνηση έγινε πιο γρήγορη και ασφαλής.
Εμφανίστηκαν τότε τα πρώτα εστιατόρια, γράφτηκαν οι πρώτοι τουριστικοί οδηγοί και σιγά σιγά δημιουργήθηκε η ανάγκη για οργάνωση της μετακίνησης και όλων εκείνων των στοιχείων που απαρτίζουν το ταξίδι. Έτσι, έκαναν την εμφάνισή τους εταιρίες που αναλάμβαναν την οργάνωση του ομαδικού ταξιδιού, βάζοντας τα θεμέλια του tour operating και των γραφείων ταξιδιών. Το πρώτο τουριστικό πρακτορείο δημιουργήθηκε από τον Τόμας Κουκ το 1841 στην Αγγλία. Σύντομα επεκτάθηκε και οργάνωνε δύσκολα και μακρινά ταξίδια στην Ευρώπη, στην Αμερική και στους Αγίους Τόπους. Πρόσφερε δε στους ταξιδιώτες εκτός από το ταξίδι και επιπλέον υπηρεσίες, όπως τουριστικούς οδηγούς, κουπόνια για ξενοδοχεία, σίτιση και συναλλαγματικές διευκολύνσεις. Επίσης βοήθησε στην ανάπτυξη όλων των υποδομών που έχουν σχέση με τον τουρισμό όπως ξενοδοχεία, μεταφορικά μέσα, δρόμους. Παράλληλα με την ανάπτυξη των οργανωμένων ταξιδιών στην Ευρώπη, ενισχύθηκαν και οι μεγάλες εξερευνήσεις στην Αμερική, Αφρική, Ασία, Αυστραλία και Ωκεανία.
Πρόγραμμα εκδρομών στην Ελλάδα από το γραφείο Κουκ. Πηγή: Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Ο 20ός αιώνας αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου στον τουριστικό τομέα. Ο οργανωμένος μαζικός τουρισμός ανθίζει και η Ευρώπη γίνεται ο δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός για τους Αμερικανούς. Όμως, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άλλαξαν οι τρόποι πραγματοποίησης του ταξιδιού. Η σιδηροδρομική και ατμοπλοϊκή μετακίνηση φθίνει λόγω της εισόδου του αυτοκινήτου και του αεροπλάνου. Η μαζική παραγωγή του αυτοκινήτου οδηγεί στη δημιουργία νέου οδικού δικτύου και στην μεγάλη ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού. Η χρησιμοποίηση του αεροπλάνου είναι η βάση στην οποία στηρίχθηκε η μαζικοποίηση του διεθνούς τουρισμού στη μεταπολεμική περίοδο.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα υπήρξε μια δυναμική ανάπτυξη και εξάπλωση των ξενοδοχειακών «αλυσίδων» και των μεγάλων τουριστικών πρακτορείων. Πολλές περιοχές αναπτύχθηκαν τουριστικά και ο τουρισμός έγινε μια αναπτυξιακή δραστηριότητα που παρήγαγε εισόδημα και διαμόρφωνε νέες μορφές απασχόλησης παγκοσμίως.
Μετά το 1950 η ανάπτυξη του τουρισμού είναι αλματώδης και αποτελεί πλέον ένα οικονομικό τομέα που επηρεάζει άμεσα τις χώρες όπου αναπτύσσεται. Τα αναπτυγμένα κράτη προωθούν τον τουρισμό ως οικονομική δραστηριότητα με θετικά αποτελέσματα για τις οικονομίες τους και διαμορφώνουν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που θα ενισχύσει, θα οργανώσει και θα ελέγξει αυτή την ταχύτατα αναπτυσσόμενη «βιομηχανία».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τα ταξίδια και οι περιηγήσεις των αρχαίων με στόχο την γνώση, και όχι μόνο το εμπόριο ή το χρηματικό κέρδος, αποτέλεσαν πηγή των πνευματικών κατακτήσεων του ανθρώπου που «ορέγεται φύσει του ειδέναι»[21]. Οι άνθρωποι του αρχαίου κόσμου, ήταν άνθρωποι με ισχυρή παρόρμηση και με τόλμη, αποφασισμένοι να ταλαιπωρηθούν, ακόμα και να κινδυνέψουν, για να γνωρίσουν νέους τόπους, την κουλτούρα και τα έθιμά τους, τα δημιουργήματα του πολιτισμού τους. Και γι’ αυτό ακριβώς διαφέρουν από τους σημερινούς ταξιδιώτες. Ο Ανδρόνικος υποστηρίζει ότι η διαφορά τους δεν είναι μονάχα ότι ανήκουν σε μεγάλες ομάδες που κινούνται «οργανωμένα». Η διαφορά βρίσκεται στη στάση τους απέναντι στον τόπο που επισκέπτονται και στο λαό που κατοικεί την περιοχή με το τουριστικό ενδιαφέρον. Ο σύγχρονος τουρίστας βλέπει τους χώρους και τους ανθρώπους της ξένης χώρας που επισκέπτεται, άλλοτε θαμπωμένος, άλλοτε αδιάφορος, άλλοτε γοητευμένος και άλλοτε αγανακτισμένος, ποτέ όμως με ψυχική συμμετοχή που θα του επέτρεπε να ζήσει μέσα σ' αυτούς τους χώρους αληθινά και να συζητήσει με τους γηγενείς κατοίκους που θα μπορούσαν να του μεταδώσουν το πνεύμα του πολιτισμού και του φυσικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν γίνει στα τρία πρότυπα «τουρίστα» της αρχαιότητας, βλέπουμε ότι και οι τρεις (Ηρόδοτος, Παυσανίας, Πλάτωνας) είχαν την οικονομική ευχέρεια αλλά και την μόρφωση ώστε να υλοποιήσουν τα μεγάλα ταξίδια τους, πιο εύκολα από άλλους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι πολιτικές διασυνδέσεις τους, ώστε να καταγραφούν και να γίνουν πιο γνωστές αυτές οι περιηγήσεις. Η διαφορά με τον σύγχρονο τουρίστα και περιηγητή είναι ο τρόπος που έβλεπαν τα ταξίδια και το πώς μετά τα κατέγραφαν.
Σήμερα, ο τουρισμός μπορεί να ορισθεί ως ένα αυτοδύναμο φαινόμενο, με δύο συνιστώσες: την κατανάλωση και τον ελεύθερο χρόνο. Αναπτύχθηκε απότομα σε παγκόσμιο επίπεδο και σήμερα θεωρείται ως ένα κοινότυπο και αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής. Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι ο περιηγητής (τουρίστας) της παλιάς εποχής ήταν άνθρωπος που διέθετε χρόνο και χρήμα για μεγάλες διακοπές και περιηγήσεις. Ο σύγχρονος περιηγητής, στη γενικότερη μορφή του, είναι ο εργαζόμενος άνθρωπος με μετρημένα εισοδήματα, που επιδιώκει σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, να πετύχει το μεγαλύτερο αποτέλεσμα τουριστικής απόλαυσης. Οι σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και η προέλευση τουριστών, καθιέρωσαν το νέο είδος τουρισμού που υπάρχει σήμερα, το οποίο όχι μόνο έχει κατακτήσει τον κόσμο αλλά έχει γίνει πια ανάγκη. Μέχρι πριν λίγο καιρό, το μόνο κίνητρο για την περιήγηση ήταν η επιθυμία, τώρα είναι και η ανάγκη.
Πηγές
Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
Η Ξενοδοχία παρ΄Ελλλήσιν / Ν.Λέκκας. Αθήνα: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, 1924.
Programme of Cook' s tours in Greece including excursions in and around Athens. Αθήνα: Cook and Son, 19;;.
Τυπική μορφή και λειτουργία ξενοδοχείων / Μελέτης Γκιόκας. Ψηφιακό αρχείο.
Η εξέλιξη του τουρισμού και οι εναλλακτικές μορφές του: η περίπτωση της Ελλάδας / Αργυρώ Παπαγεωργίου. Αθήνα, 2013. Πτυχιακή εργασία. Ψηφιακό αρχείο.
Η τουριστική ανάπτυξη του Δήμου Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης: πτυχιακή εργασία / Αθηνά Καμαριώτη. Ηράκλειο, 2013. Ψηφιακό αρχείο.
Ο τουρισμός και η φιλοξενία στην αρχαία Ελλάδα: διπλωματική εργασία / Στυλιανή Θ. Πλιάκα. Βόλος, 2017. Ψηφιακό αρχείο.
«Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων» / Keiser R.James. Έλλην, Αθήνα 2000
Άλλες πηγές
«Ξενοδοχεία και Ιστορία». Πολιτισμός Πολίτης, 18.10.2010 (ηλεκτρονικό άρθρο)
Ιστορική Αναδρομή Τουρισμού και Καταλυμάτων https://sites.google.com/site/tourismosmarketingellada/home (ιστοσελίδα)
National Gallery of Art, Washington, D.C., USA
Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
www.geodifhs.com
www.stougiannidis.gr
Σημειώσεις
[1] Στην αρχή σε μέρη κοντά σε θάλασσα ή ποτάμια, σε υψώματα, σε δάση ή σε πεδιάδες για να καλλιεργήσουν τη γη και αργότερα όπου υπήρχε χαλκός.
[2] Από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου δηλαδή.
[3] Αιγύπτιοι, Ασσύριοι, Πέρσες, Έλληνες.
[4] Τα ταξίδια των μεγάλων φιλοσόφων, γεωγράφων και ιστορικών της αρχαιότητας σε πολλές χώρες της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής αποτυπώνονται σε βιβλία και μας δίνουν τις πρώτες συστηματικές πληροφορίες τόσο για τις κοινωνικές δομές των περιοχών που επισκέπτονται όσο και για τα χαρακτηριστικά των ταξιδιών της εποχής.
[5]Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι από την αρχαιότητα υπήρχαν πλοία τα οποία χρησιμοποιούνταν για ψυχαγωγικούς λόγους. Το πιο γνωστό από αυτά ήταν το περίφημο «Συρακουσία», που κατασκευάσθηκε για τον Ιέρωνα (268 - 214 π.Χ.) τον τύραννο των Συρακουσών (Μοίρα και Μυλωνόπουλος, 2005). Το πλοίο ήταν πολυτελέστατο. Διέθετε 30 δωμάτια, βιβλιοθήκη με αναγνωστήριο, γυμναστήρια με λουτρά, κήπο και δεξαμενή με ζωντανά ψάρια. Στο κατάστρωμα υπήρχε ναός της θεάς Αφροδίτης με αφιερώματα και χρυσά αγάλματα. Όλο το πλοίο είχε διακοσμηθεί με γλυπτά, πολύτιμους λίθους και άλλα εκθέματα. Στο πλοίο υπήρχαν, εκτός από τα διαμερίσματα του προσωπικού, φούρνοι για την ετοιμασία φαγητού, ξυλουργεία, στάβλοι για τα άλογα, δεξαμενές νερού, τεράστια αποθήκη τροφίμων που επαρκούσε για πολλούς μήνες, μύλοι και άλλοι χώροι που διαθέτει και ένα σύγχρονο κρουαζιερόπλοιο σήμερα. Δυστυχώς όμως το μόνο ταξίδι που κατάφερε να κάνει αυτό το πολυτελέστατο πλοίο ήταν μέχρι την Αλεξάνδρεια, γιατί ο ιδιοκτήτης του δεν άντεχε τις δαπάνες για τη συντήρησή του και αναγκάστηκε να το δωρίσει.
[6] Οι Θεσσαλοί και οι Αθηναίοι φημίζονταν ιδιαίτερα για τα φιλόξενά τους αισθήματα.
[7] Η φιλοξενία είχε σημαντική κοινωνική δύναμη, διότι μπορούσε να συνδέσει άτομα οποιασδήποτε τάξης, ακόμη και απλούς πολίτες με βασιλιάδες.
[8] Από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό εστία (βωμός, τζάκι, σπίτι).
[9] Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ξενίζω (φιλοξενώ).
[10] Από τη ελληνική σύνθετη λέξη ξενοδοχείο (ξένος + δέχομαι).
[11] Λέξη που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Δωριείς και Αιολείς.
[12] Πανελλήνιοι αγώνες, Ολυμπιακοί αγώνες, Αμφικτιονίες κτλ.
[13] Η λέξη καταγώγιο προέρχεται από το κατάγομαι - καταλύω.
[14] Πηγές αναφέρουν ότι βρίσκονταν σε απόσταση 8 χιλιομέτρων μεταξύ τους.
[15] Ο ιδιοκτήτης τους, δηλαδή ο "κάπηλος", από τότε συνδεόταν με την αισχροκέρδεια.
[16] Το όνομά τους το πήραν από τον Βαιό, που, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν πηδαλιούχος στο πλοίο του Οδυσσέα. Ο Βαιός υποτίθεται ότι πέθανε και ενταφιάστηκε στην παραλία αυτή. Εννοείται ότι οι Βάιες δεν ήταν τόπος για μαζικό παραθερισμό -για τα μπάνια του λαού, όπως θα λέγαμε σήμερα, αφού είναι γνωστό ότι ταξίδια αναψυχής, διακοπές και παραθερισμοί για τις λαϊκές τάξεις είναι μια πολύ πρόσφατη ιστορία, που αρχίζει μόλις μέσα στον περασμένο αιώνα.
[17] Όπου ο εντεταλμένος μοναχός, ο «αρχοντάρης», φροντίζει για την φιλοξενία των ξένων, των «αρχόντων».
[18] Η λέξη χάνι (από την τούρκικη λέξη χαν), προέρχεται από συναίρεση της έκφρασης Κιρβάν (καραβάνι) σεράϊ (μέγαρο) και αναφέρεται στους σταθμούς ταξιδιωτών που δημιούργησαν οι Τούρκοι μιμούμενοι τους Βυζαντινούς δίπλα στα ιερά τους τεμένη, για να ξαποσταίνουν οι ταξιδεύοντες προσκυνητές.
[19] «Διοίκηση Ξενοδοχειακών Επιχειρήσεων» / Keiser R. James. Έλλην, Αθήνα 2000.
[20] 1830.
[21] «επιθυμεί από τη φύση του να γνωρίζει».