Βυζάντιο ονομάζουμε (άκριτα βεβαίως και ανιστόρητα) σήμερα την εκχριστιανισμένη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο την Κωνσταντινούπολη, που εξουσίασε κατά καιρούς, από το 330 ώς το 1453, σημαντικά εδάφη στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Στα χρόνια της ακμής της εκτεινόταν από τον Ευφράτη ώς την Ισπανία και από τον Νείλο ώς τον Δούναβη. Οι ποικιλώνυμοι λαοί που κατοικούσαν σ' αυτές τις εκτεταμένες επικράτειες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν επηρεασμένοι, άλλοι λίγο άλλοι πολύ, από τον ελληνικό πολιτισμό, φορέας του οποίου ήταν πρωτίστως η γλώσσα. Ώς την εποχή του Ηρακλείου (610-641) συνεχίζεται έστω και αποδυναμωμένη η χρήση της Λατινικής στη νομοθεσία, στο στρατό και στη διοίκηση. Όμως και η Ελληνική είχε από καιρό επιβληθεί ως γλώσσα των τοπικών δικαστηρίων και των νοταριακών πράξεων και εν μέρει της νομοθεσίας (Νεαραί). Πάντως στους πρώτους αιώνες της ιστορίας του Βυζαντίου υφίσταται ένα είδος διοικητική διγλωσσίας, δηλαδή παράλληλη χρήση των ελληνικών και των λατινικών. Έτσι, μολονότι ο Ηράκλειος θέσπισε τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους, στο αυλικό τελετουργικό, στη νομοθεσία, στη στρατιωτική διοίκηση και στην οικονομία (ονόματα νομισμάτων, φόρων και θεσμών) διατηρείται η λατινική ορολογία.
Ο ακρογωνιαίος λίθος του κοινωνικού και ηθικοφιλοσοφικού εποικοδομήματος της βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι αναμφιβόλως η αποδοχή του χριστιανισμού. Το όνομα Έλλην δεν δηλώνει πια την εθνική ταυτότητα, αλλά τουλάχιστον ώς τον 10ο αι. την προσήλωση στην ειδωλολατρία. Ο αλλόκοτος γλωσσικός σχηματισμός «ελληνο-θρησκοχριστο-βλάσφημος» συνοψίζει το πνεύμα και τη νοοτροπία μιας ολόκληρης εποχής. Το Βυζάντιο αποστρέφεται τον ελληνισμό, αποδέχεται ωστόσο το «ελληνίζειν», δηλαδή τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας από τους χριστιανούς. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ανασκευάζει τον ισχυρισμό του lουλιανού του Αποστάτη (331-363), ο οποίος θεωρούσε την Ελληνική γλώσσα ως οργανικό στοιχείο της αρχαίας θρησκείας και συνεπώς αλλότρια του χριστιανισμού.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ένας από τους λόγους της ταχείας εξάπλωσης του χριστιανισμού ήταν ότι οι επιστολές του Παύλου, τα Ευαγγέλια, αλλά και η πρώιμη απολογητική γραμματεία (Αποστολικοί Πατέρες) είχαν γραφεί στα ελληνικά, και μάλιστα σε προσιτά ελληνικά, κατά την υποθήκη του Παύλου (Προς Κορινθίους, Α' 14, 9): «εάν μή εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες». Ελληνική είναι επίσης η γλώσσα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των Οικουμενικών Συνόδων, των θεολογικών πραγματειών και των Κανόνων του μοναχισμού. Στα ελληνικά, λοιπόν, καταρρίπτεται η ελληνική ειδωλολατρία και στα ελληνικά διαλαλεί η Εκκλησία την καχυποψία της για κάθε τι ελληνικό.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του βυζαντινού πνευματικού βίου είναι η ολοκληρωτική υποταγή στο χριστιανισμό και η προσήλωση στην ελληνομάθεια. Όμως η ελληνομάθεια αυτή φέρει ανεξίτηλο το στίγμα του διχασμού. Από τη μία μεριά βρίσκεται η μετεξελιγμένη ελληνιστική Κοινή που συνεχίζει να ρέπει προς την απλούστευση και την ομοιομορφία, και που αποδέχεται και αφομοιώνει ταχύτατα τα λεξιλογικά δάνεια. Από την άλλη ορθώνεται παγερή και αριστοκρατική η δόκιμος και λογία, η Αττικιστική δηλαδή, την οποία υποστηρίζει η σχολική αρχαΐζουσα παράδοση. Με τον καιρό μάλιστα το χάσμα διευρύνεται με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας επίσημης διγλωσσίας (ορθότερα ίσως: διμορφίας). Και η «ιδιωτική Κοινή» με τις ποικίλες τοπικές παραλλαγές και η Αττικιστική λογία με τις πολυποίκιλες διανθίσεις και τα διαφορετικά επίπεδα δημιουργούν μια γλωσσική Βαβέλ, ούτως ώστε η μελέτη της βυζαντινής γλώσσας να αποθαρρύνει ακόμη και τους χαλκέντερους ερευνητές.
Οι Βυζαντινοί λοιπόν διανοούμενοι υπερασπίζονταν τα δόγματα του χριστιανισμού, αλλά στη γλώσσα των Αττικών ρητόρων και του Πλάτωνα. Ο απλός λαός, ιδίως της υπαίθρου και των επαρχιών, αντίθετα εκφράζεται στην καθομιλουμένη Κοινή που εξελίσσεται μακριά από κάθε σχολική επιρροή. Έτσι δεν είναι διόλου παράξενο το ότι ο κύριος όγκος των βυζαντινών κειμένων που σώθηκαν ανήκει στη λόγια παράδοση, ενώ τα δείγματα της καθομιλουμένης, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, είναι λιγοστά. Η πενιχρότητα των πηγών δυσχεραίνει, όπως είναι φυσικό, τη μελέτη της εξέλιξής της. Οι λόγιοι σημειώνουν μόvο παρενθετικώς την ύπαρξη αυτής της «δημοτικής λεκτικής» (κατά τον «μαΐστορα των ρητόρων» Γεώργιο Τορνίκη,12ος αι.) ή της «λιτής» γλώσσας (ο όρος απαντά στο Βίο του Αγίου Πέτρου της Άτρωας, τον οποίο συνέγραψε ο μαθητής του μοναχός Σάβας, 9ος αι.).
Η εξεζητημένη λογία, που είναι κυρίως η γραπτή, και η ζωντανή και πηγαία καθομιλουμένη συνυπάρχουν στο Βυζάντιο αγνοώντας σχεδόν η μια την ύπαρξη της άλλης. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη ουσιαστικής επαφής των λαϊκών στρωμάτων (κυρίως των πληθυσμών της υπαίθρου και των απόμακρων συνοριακών περιοχών: Καππαδοκία, Πόντος, αλλά και νότια Ιταλία) με τα κέντρα των αποφάσεων, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι πνευματικοί ταγοί και οι ιθύνοντες, οι λεγόμενοι «Δυνατοί». Ωστόσο, δύο βασικοί παράγοντες του βυζαντινού βίου, η Εκκλησία και η κρατική διοίκηση, βρίσκονται εξαιτίας της αποστολής τους σε άμεση και καθημερινή σχέση με όλους τους πολίτες. Οι δύο αυτοί θεσμοί αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον απλό λαό, όπου κι αν βρίσκεται αυτός, και στην άρχουσα τάξη, δηλαδή τη σχετικά ολιγάριθμη ομάδα που διαθέτει πλούτο, γνώση και επιρροή στα κοινά. Είναι αποκαλυπτικό ότι τα κείμενα που προέρχονται από τους θεράποντες των δύο αυτών ακρογωνιαίων θεσμών παρά τις αγκυλώσεις τους τείνουν σε μια γλωσσική μορφή προσιτή στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι τα αγιολογικά και τα αγιογραφικά κείμενα (Βίοι αγίων, αρεταλογίες, αλλά και ακολουθίες τοπικών αγίων) γράφονται σε απλή μορφή, εγγύτατη με την τοπική λαλιά. Αντιθέτως, όλες σχεδόν οι βαθυστόχαστες θεολογικές πραγματείες, οι από άμβωνος ομιλίες των ιεραρχών, οι λόγοι που εκφωνούν σε αυλικές τελετές ή στα Θεοφάνεια υιοθετούν μιαν αρχαΐζουσα γλωσσική μορφή. Σε όλη άλλωστε τη βυζαντινή περίοδο ακμάζει η ομιλητική και θρησκευτική λογοτεχνία, που συντάσσεται φυσικά πάντοτε σε αρχαΐζουσα γλώσσα.
Και η γλώσσα της διοίκησης του κράτους προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Σε απλουστευμένη γλωσσική μορφή συντάσσονται τα φορολογικά εγχειρίδια, οι κτηματικοί «περιορισμοί» και τα κτηματολογικά «πρακτικά» (περιγραφές και καταγραφές της έγγειας ιδιοκτησίας), οι σχολιασμοί της κειμένης νομοθεσίας, όπως η Πείρα του Ευσταθίου του Ρωμαίου (11ος αι.) και ο Τιπούκειτος (τι πού κείται) του Μ. Κριτού του Πατζή, τα νοταριακά έγγραφα, ακόμη και οι επίσημοι αυτοκρατορικοί Ορισμοί, των χρυσοβούλλων μη εξαιρουμένων. Ο διοικητικός συνεπώς μηχανισμός υιοθετεί τη μέση γλωσσική οδό, μολονότι οι λειτουργοί του προέρχονται από την ιθύνουσα τάξη και είναι κατά κανόνα απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Βασιλεύουσας. Πρέπει να τονιστεί ότι η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου αυτού, ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-1055) είναι το κατεξοχήν φυτώριο της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Την παράδοση αυτή ενεθάρρυνε ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (905-959), ο διανοούμενος αυτοκράτορας, που συνήθιζε να συνεστιάζεται με τους φοιτητές του πανεπιστημίου, και που προσπάθησε να κωδικοποιήσει ο ίδιος τους κανόνες της διοικητικής οργάνωσης σε μορφή απλή και προσιτή.
Η διοίκηση, λοιπόν, κρατική και εκκλησιαστική, έχει ένα μέλημα: να είναι κατανοητή. Αυτός είναι ο λόγος που επικαλείται και ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741) για την αναθεώρηση της νομοθεσίας που είναι γνωστή ως Εκλογή Νόμων. 'Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ένα είδος γλωσσικής έκφρασης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί είτε ως απλουστευμένη λογία είτε ως καλλιεργημένη λαϊκή. Πρόκειται συνεπώς κατ' ουσίαν για μικτή. Τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα αυτής της μικτής είναι Τά Τακτικά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (886-912), που απευθύνονται σε στρατιωτικούς, και τα συγγράμματα του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν (το γνωστό ως De administrando imperio), το ΠερΙ Θεμάτων, καθώς και οι δημηγορίες του προς το στρατό της Ανατολής.
Τα κείμενα πάλι που προέρχονται από ιδιώτες (λ.χ. οι διαθήκες) αντικατοπτρίζουν βέβαια το επίπεδο μόρφωσης των συντακτών τους ή έστω την τυποποιημένη έκφραση του νοταρίου, που επηρεάζεται οπωσδήποτε από τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής, αλλά και του τόπου. Νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη μιας βυζαντινής Κοινής, που είναι κατά βάση μικτή. Η γλώσσα αυτή προσαρμόζεται βέβαια στην παγιωμένη γραφειοκρατική έκφραση και επιπλέον αντανακλά το μορφωτικό επίπεδο του συντάκτη της, αλλά φροντίζει να μην αποξενώνεται από τον απλό πολίτη. Αυτή η μικτή Κοινή διοικητική γλώσσα έχει βέβαια τις ρίζες της στη γραφειοκρατία της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, αλλά αναμφισβήτητα αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα της βυζαντινής διοίκησης και περιμένει ακόμη τον φιλόπονο μελετητή της.
Λιγοστά είναι δυστυχώς τα κείμενα που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε καθαρή εικόνα της απλής καθομιλουμένης, της «λιτής». Οι πηγές μας είναι αποσπάσματα διαλόγων και στιχομυθιών, εκφράσεις στερεότυπες, όπως οι αντιδράσεις του πλήθους στον ιππόδρομο, παροιμίες και αποφθέγματα, επιγραφές (οι πρωτοβουλγαρικές ιστορικές επιγραφές της Πλίσκας), ονειροκριτικά, γιατροσόφια, κατάδεσμοι, ευχές, βρισιές, και βέβαια τα πολυπληθή Χρονικά. Σ’ αυτά πρέnει να προστεθoύν τα Στρατηγικά, οι Νουθεσίες (λ.χ. Νουθεσία Γέροντος περί Αγίων Είκόνων, 8ος αι,), τα Σταδιοδρομικά και οι Πορτολάνοι. Η κύρια, ωστόσο, πηγή μας για τη γλώσσα του απλού λαού είναι η δημώδης ποίηση, που περιλαμβάνει τα πτωχοπροδρομικά, τα παίγνια (γατομαχίες), τον Ακριτικό κύκλο με τους θρήνους για τις χαμένες πατρίδες και τα σωφρονιστικά θανατικά.
Την εποχή των Κομνηνών μεγάλη διάδοση, που φαίνεται από τα πολυπληθή χειρόγραφα, κερδίζει η μυθιστορηματική (κυρίως ερωτική) λογοτεχνία. Μολονότι το είδος αυτό έχει καταφανώς επηρεαστεί από την ομόθεμη δυτική παραγωγή (τα έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα), οι ρίζες του ανατρέχουν στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Η γλώσσα είναι μικτή ποιητική με λόγιες καταβολές, αλλά και με ισχυρή επίδραση της καθομιλουμένης. Το μεγαλύτερο βάρος της βυζαντινής λογοτεχνίας αvήκει στη λόγια παράδοση. Οι συγγραφείς για να προσεγγίσουν αυτό το θολό ιδεώδες του «αττικίζειν» δεν αρκούνται στην ανάγνωση των μεγάλων προτύπων, αλλά καταφεύγουν και στα βοηθήματα που συνέταξαν οι αυστηροί αττικιστές: λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ανθολόγια, ωκυτόκια! Το κλασικό πνεύμα βέβαια απωθεί τους Βυζαντινούς διανοούμενους, τους ελκύει ωστόσο το (νεκρό) γράμμα της κλασικής κληρονομιάς. Έτσι στη βυζαντινή λογιοσύνη οφείλουμε κατά κύριο λόγο τη διάσωση της κλασικής λογοτεχνίας. Παρά την κατακραυγή του φανατικού κλήρου εναντίον του αρχαίου κόσμου, τα αντιγραφικά εργαστήρια των μοναστηριών πλούτιζαν με τους θησαυρούς της θύραθεν παιδείας τις βιβλιοθήκες του ιερού παλατιού, του Πατριαρχείου, των ιεραρχών και πολλών άλλων λογίων.
Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της αρχαΐζουσας λογοτεχνικής παραγωγής είναι η επιστολογραφία. Το είδος αυτό παρά την εκζήτηση και την ερμητικότητά του είναι η πιο αξιόπιστη πηγή για τη διακίνηση των ιδεών στο Βυζάντιο. Η επιμονή στη μίμηση των κλασικών προτύπων δεν δηλώνει πάντοτε έλλειψη πρωτότυπης σκέψης, αλλά αποτελεί στοιχείο κάθε Αναγέννησης.
Τα ανθρωπιστικά κινήματα στο Βυζάντιο χαρακτηρίζονται πάντοτε από τη στροφή προς την αρχαία λογοτεχνία και παιδεία και συνεπώς προς τον γλωσσικό αρχαΐσμό. Και μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204), η λόγια λογοτεχνική παραγωγή συνεχίζεται στην περιφερειακή αυτοκρατορία της Νίκαιας. Πρωτεργάτες αυτής της κίνησης είναι ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), ο διανοούμενος αυτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρις (1254-1258) και ακόμη ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197- 1272) και ο Γεώργιος Κύπριος ο μετέπειτα υπό το όνομα Γρηγόριος Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1283-1289).
Η παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι το κύκνειο άσμα του βυζαντινού πνεύματος. Οι θρησκευτικές έριδες (Ησυχασμός, το πρόβλημα της ένωσης με τους Δυτικούς), αλλά και ο εξ ανατολών κίνδυνος αναζωπυρώνουν την πνευματική κίνηση και ενθαρρύνουν την παραγωγή έργων που πλουτίζουν πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (τα έργα κατά των αλλοδόξων) την υπεραρχαΐζουσα παράδοση. Είναι η εποχή όπου τα πνευματικά πρωτεία διεκδικεί από τη Βασιλεύουσα η Θεσσαλονίκη με τον Άθω. Ωστόσο, οι διανοούμενοι της εποχής, κοσμικοί, όπως ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ιερωμένοι, αλλά και αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425), βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα παγερό γλωσσικό αρχαΐσμό που αδικεί την πρωτοτυπία της σκέψης τους.
Η Κοινή που κληροδοτήθηκε στο Βυζάντιο ήταν μια γλώσσα που παρουσίαζε ισχυρή ροπή προς την απλούστευση και την ομαλοποίηση. Θα μπορούσε συνεπώς να αποτελέσει παράλληλα με τη θρησκεία έναν ακόμη συνεκτικό παράγοντα ανάμεσα στους λαούς της αυτοκρατορίας. Όμως η εθνική και κοινωνική πολυμορφία του Βυζαντίου παρεμπόδισε τη συγκρότηση μιας ενιαίας έκφρασης. Στη μοιραία αυτή εξέλιξη συνέβαλε τα μέγιστα και ο αρχαϊσμός της πνευματικής αρχηγεσίας, που περιφρονούσε τη γλώσσα του απλού λαού και τη θεωρούσε κατάλληλη για όντα πνευματικώς κατώτερα. Ενδεικτικό της νοοτροπίας αυτής είναι το γεγονός ότι οι επιστολές του Ιωάννη Απόκαυκου (1150/60-1232/5) που απευθύνονται σε γυναίκες, είναι γραμμένες, σε αντίθεση με τα άλλα έργα του συγγραφέα, σε γλώσσα απλούστατη. Το μοιραίο πλήγμα ωστόσο η Κοινή το δέχθηκε από τη φραγκική κατάκτηση. Με την αποξένωση των κατακτημένων περιοχών από τη μητρόπολη, η σχετικώς ομοιόμορφη Κοινή άρχισε να διαφοροποιείται σε διαλέκτους και ιδιώματα. Με την εξαίρεση της Τσακωνικής, που προέρχεται από τη Νεολακωνική διάλεκτο της Αρχαίας Ελληνικής, όλες οι άλλες νεοελληνικές διάλεκτοι προέρχονται ακριβώς απ’ την Κοινή.
Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 126-135