Τον θυμάμαι συνέχεια να βρίσκεται σε περισυλλογή, συνήθως ανάμεσα σε σημειώσεις και βιβλία, μονίμως αφηρημένο. Ακόμα και όταν έβλεπε τηλεόραση, φαινόταν συχνά ότι σκεφτόταν άλλα πράγματα. Εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις όπου άκουγε κάποιο γλωσσικό μαργαριτάρι από τους εκφωνητές και τηλεφωνούσε στο κανάλι, για να επισημάνει το λάθος. Με την πάροδο των χρόνων, τα κανάλια αυξήθηκαν, οι κοτσάνες πολλαπλασιάστηκαν και σταμάτησε να τηλεφωνεί. Από ένα σημείο και μετά, το διασκέδαζε κιόλας.
Το ποια ήσαν αυτά τα πράγματα που σκεφτόταν, άρχισα πραγματικά να συνειδητοποιώ μόλις πέθανε και ανακάλυψα το αρχείο του. Κι αυτό γιατί ενώ ο πατέρας μου ερευνούσε ασταμάτητα, λίγες φορές επικοινωνούσε τα ευρήματά του, ακόμα και σε μένα ή τη μητέρα μου. Δείγματα αυτής της έρευνας έβγαιναν μόνο όταν τον καλούσαν να κάνει κάποια ομιλία. Κατά τα άλλα, η αίσθηση που παίρναμε ήταν μιας συνεχούς μελέτης με ασαφή σκοπό – που τελικά αποδείχθηκε αυτοσκοπός. Πολλές φορές – ειδικά μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών μου σπουδών, όπου άρχισα να εκτιμώ τί δουλειά πρέπει να βρισκόταν συμπυκνωμένη στο γραφείο του – προσπάθησα να τον πείσω να μπει σε διαδικασία ολοκλήρωσης και δημοσίευσης. «Δεν είμαστε αιώνιοι. Η δουλειά που έχεις κάνει θα πάει χαμένη. Δημοσίευσε ό,τι έχεις ολοκληρωμένο και σε μεταγενέστερη έκδοση ενσωματώνεις οποιαδήποτε νέα στοιχεία». Μάταια.
Ο πατέρας μου ήταν ο ορισμός του αιώνιου ερευνητή. Αυτού που ό,τι κάνει, το κάνει για δική του ευχαρίστηση: όχι για να δημοσιεύσει ή γιατί επιζητεί αναγνώριση. Όπως έλεγαν αρκετοί γνωστοί του, έπρεπε να είχε γίνει καθηγητής. Πιστεύω ότι θα του ταίριαζε και άν το είχε κάνει, θα ήταν σίγουρα από τους πανεπιστημιακούς που είναι χωμένοι στην έρευνα και δεν τους ενδιαφέρει η πολυθεσία. Η έρευνα ήταν κάτι που τον συνέπαιρνε: και η μοναδική φορά σε κουβέντα μας που, ως πατέρας προς γιο, μου «συνέστησε» κάποιο επάγγελμα, δεν ήταν η δικηγορία (η οποία, στο κάτω κάτω, θα μου προσέφερε ένα σημείο εκκίνησης – το γραφείο του) αλλά η αρχαιολογία. Αρχαιολόγος δεν έγινα, αλλά μου μεταδόθηκε από νωρίς η αγάπη για την ιστορία αφ’ ενός και για το διάβασμα αφ’ ετέρου.
Αντί για ακαδημαϊκή καριέρα λοιπόν, άσκησε πετυχημένα τη δικηγορία και σταμάτησε να δουλεύει στα 60 του χρόνια γιατί είχε βαρεθεί να «βγάζει λεφτά από μια τσέπη και να τα βάζει σε μια άλλη» αποφασίζοντας να ασχοληθεί πια full time με το χόμπυ του. Το ενδιαφέρον εδώ δεν είναι τόσο αυτό, γιατί και άλλοι το έχουν κάνει: το ενδιαφέρον είναι τί βγήκε από το χόμπυ αυτό. Σύμφωνα με τα λόγια των ερευνητών που ταξινόμησαν ξανά το αρχείο του, περίμεναν να βρουν το χόμπυ ενός δικηγόρου και βρήκαν το σημαντικό έργο ενός ιστοριοδίφη.
Η έρευνα του Ιωσήφ Σιακκή γινόταν σε όλες τις βιβλιοθήκες της Αθήνας, στις οποίες προσέτρεχε καθημερινά. Χαιρόταν μάλιστα να πηγαίνει στο κέντρο με το λεωφορείο. Οδηγώντας από τα νεανικά του χρόνια σε εποχές που το αυτοκίνητα ήσαν μετρημένα στους δρόμους, το κυκλοφοριακό του φαινόταν ήδη αφόρητο από τη δεκαετία του ’80. «Βαρέθηκα να οδηγάω μέσα στην κίνηση αυτή. Ούτως ή άλλως, είμαι πια σε ηλικία που μου παραχωρούν θέση». Έφευγε το πρωί, γυρνούσε το μεσημέρι, έτρωγε, κοιμόταν και μετά είτε ξανάφευγε είτε συνέχιζε στο σπίτι. Τα καλοκαίρια, οι διακοπές ήσαν άγνωστη λέξη, κάτι που φυσιολογικά εκνεύριζε τη μητέρα μου. Δουλεύοντας ήδη περί τα 20 χρόνια, τώρα καταλαβαίνω ότι όταν κάποιος κάνει πραγματικά αυτό που του αρέσει – και μάλιστα χωρίς εξωτερική πίεση – δεν αισθάνεται την ανάγκη να πάει διακοπές.
Σταμάτησε μόνο τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν χτυπήθηκε από τη νόσο του Αλζχάιμερ. Όταν πέθανε, βρήκα ένα αρχείο διασπαρμένο σε διαφόρων ειδών φακέλους, με σημειώσεις αποτυπωμένες σε σελίδες τετραδίων, σε αποκόμματα μέσα σε βιβλία, ακόμα και σε χαρτοπετσέτες. Ένα αρχείο που περιείχε μια δουλειά δεκαετιών, το οποίο δεν ήξερα πού άρχιζε και πού τελείωνε. Πίστευα όμως ότι ήταν άδικο να πάει χαμένο.
Προσέγγισα και προσεγγίστηκα από διάφορους φορείς. Σε θεωρητικό επίπεδο, πολλοί ενδιαφέρθηκαν και διατύπωσαν την πεποίθηση ότι δεν έπρεπε σε καμμία περίπτωση να χαθεί το έργο του. Σε πρακτικό επίπεδο (δηλαδή, ανταπόκριση για στέγαση του αρχείου, ταξινόμηση, επαναρχειοθέτηση, χρηματοδότηση εκδόσεων) συνάντησα γραφειοκρατία, αναβλητικότητα και, τελικά, απραγία. Οι μόνοι που εκδήλωσαν ενδιαφέρον που συνοδευόταν από συγκεκριμένες προτάσεις ήσαν φορείς του εξωτερικού.
Αποφάσισα να προχωρήσω μόνος μου, χρηματοδοτώντας δύο ερευνητές οι οποίοι δούλεψαν επί ενάμιση χρόνο για να ταξινομήσουν το αρχείο. Μετά την ολοκλήρωση της προσπάθειάς τους – μέρος της οποίας κρατάτε στα χέρια σας – και αφού αποφάσισα ότι έπρεπε το έργο του να μείνει στην Ελλάδα, εμπιστεύτηκα το αρχείο στο ΕΛΙΑ, το μόνο φορέα στην Ελλάδα που έδειξε συγκεκριμένο ενδιαφέρον και πρόταση. Η δημοσίευση του έργου που βλέπετε σήμερα στο Διαδίκτυο, αποτελεί προοίμιο των έντυπων δημοσιεύσεων που θα ακολουθήσουν.
Ένας από τους σύγχρονους πνευματικούς ανθρώπους αυτής της χώρας – και μάλιστα από τους πολυγραφώτατους – είπε κάποτε ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει χρόνος και για παιδιά και για βιβλία, διάλεξε το δεύτερο. Ίσως το ότι ο πατέρας μου δεν μετουσίωσε σε συγγραφικό έργο όσα θα του επέτρεπαν οι ικανότητές του και η έρευνά του να οφείλεται και στο ότι είχε οικογένεια και παιδί. Τον ευγνωμονώ, αυτόν και τη μητέρα μου, για τη ζωή που μου πρόσφεραν και για τις αξίες που μου μετέδωσαν και ελπίζω και πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό και η γενικότερη αξιοποίηση του αρχείου θα δικαιώσει την προσπάθειά του. Είναι το ελάχιστο που οφείλω στο έργο του.
Μωρίς Σιακκής