Κατά την εβραϊκή βιβλική παράδοση, η ονοματοθεσία συγκροτεί μια θεία και ανθρώπινη πράξη με ιδιαίτερο νόημα και σημασία, αφού συνδέει άμεσα το ονομαζόμενο πρόσωπο με κάποια ιδιαίτερη θέση, λειτουργία ή σχέση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της σημαίνουσας πράξης παρέχει το βιβλικό υπόδειγμα: η θνήσκουσα Ραχήλ, τη στιγμή ακριβώς που βγαίνει η ψυχή της, ονομάζει το νεογέννητο τέκνο της Βεν-Ονί, που σημαίνει τέκνο της οδύνης μου, διότι η σχέση τέκνου και μητέρας είναι σχέση οδύνης και θανάτου, ενώ ο πατέρας του Ιακώβ το ονομάζει αντιθέτως Βενιαμίν, που σημαίνει τέκνο της δεξιάς, δηλαδή καλότυχος, εκφράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσω του ονόματος, μια διαφορετική σχέση του τέκνου του με το πεπρωμένο (Γένεσις, 35:18).
Ωστόσο, πέραν αυτού, η ονοματοθεσία εγκαθιδρύεται στη βιβλική παράδοση ως πράξη του ίδιου του Θεού, ο οποίος διά του ονόματος καταδεικνύει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ονομαζομένου, και βεβαιώνει την ουσιώδη σχέση του ονόματος ως θείας αναγγελίας. Ο Θεός επεμβαίνει στη γέννηση του τέκνου της Σάρρας, αναγγέλλοντας στον Αβραάμ το όνομα: «Και όμως, η Σάρρα η γυναίκα σου θα σου γεννήσει γιο και θα τον ονομάσεις Ισαάκ» (Γένεσις, 17:19). Αλλά το όνομα Ισαάκ στα εβραϊκά μεταφράζεται ως «εκείνος που γέλασε». Μέσω αυτής λοιπόν της θείας αναγγελίας, εδραιώνεται η σχέση μεταξύ θείου σχεδίου και ονόματος. Εξάλλου, αυτή την αναγγελία επιβεβαιώνει και ο λόγος του Θεού προς τον Μωυσή σχετικά με την ταυτολογία του ονόματος του Θεού και της ουσίας του: «Τότε ο Θεός απάντησε στον Μωυσή: Εγώ είμαι εκείνος που είμαι. Έτσι, του λέει, θα μιλήσεις στους Ισραηλίτες. Εκείνος που είναι με έστειλε σ’ εσάς» (Έξοδος, 3:14).
Τυπικό παράδειγμα της ονοματοθεσίας ως θείας επαγγελίας και προοπτικής των εγκοσμίων παρέχεται στη Γένεσι, όταν ο δημιουργός καλεί τον Αδάμ να ονομάσει τα δημιουργημένα πλάσματα και κατ’ αυτόν τον τρόπο να δώσει διά του ονόματος ύπαρξη στα δημιουργήματα, τα οποία χωρίς όνομα δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την πραγματικότητά τους, αφού η ονομασία τους είναι η αναγγελία τους στον Θεό και άρα η ύπαρξή τους: «Ο Κύριος έπλασε από το έδαφος όλα τα ζώα του αγρού και τα πτηνά του ουρανού και τα έφερε μπροστά στον άνθρωπο, για να δει πώς θα τα ονομάσει. Και ό,τι όνομα έδινε ο άνθρωπος σε κάθε ζωντανή ύπαρξη, αυτό ήταν το όνομά της» (Γένεσις, 2:19).
Κατά την ιουδαϊκή μυστικιστική παράδοση (Καμπάλα), οι θείες εκπορεύσεις (Σεφιρότ) ανταποκρίνονται στα δέκα θεία ονόματα τα οποία εμφανίζονται στη Βίβλο, και άρα τα θεία ονόματα αντανακλούν και εκφράζουν την άπειρη ουσία του Θεού. «Όταν αποκαλούμε τον Θεό με ένα από τα Ονόματά Του», σημειώνει ο Azyeh Kaplan, «συνδεόμαστε με την άπειρη ουσία του, όπως αυτή είναι ενδεδυμένη και εκδηλώνεται μέσω ενός συγκεκριμένου από τα Σεφιρότ» (Kaplan, 1991). Ως παράδειγμα θείου ονόματος, ο Kaplan αναφέρεται στο όνομα Ehyem, το οποίο δηλώνει την πρωταρχική σκέψη και θέληση η οποία εγκαινίασε τη διαδικασία της δημιουργίας. Έτσι, το όνομα σημαίνει τη θεία θέληση διά του «Θα Είμαι», αφού κατά τη στιγμή της εκδήλωσης της θέλησης τα πάντα τοποθετούνται στον μέλλοντα χρόνο. Εδώ, η δημιουργία δεν έχει αρχίσει να αναπτύσσεται και να πραγματώνει το θείο σχέδιο και προοπτική, αλλά βρίσκεται στο στάδιο της θείας προθετικότητας και εγκυμονείται. Κατά συνέπεια, το θείο όνομα εκφράζεται διά του «Θα Είμαι» και όχι διά της ταυτολογίας «Είμαι εκείνος που Είμαι» (Kaplan, 1991).
Η ουσιοκρατία της εβραϊκής παράδοσης ως προς την απόδοση ονόματος στον Θεό καταδεικνύεται κυριότατα από το τετραγράμματο ΥΗVH. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, κάθε ένα από τα σύμφωνα που συναποτελούν το τετραγράμματο αποκαλύπτει και συγχρόνως συμβολίζει ιδιαίτερες πτυχές της θείας ουσίας. Για τον λόγο αυτό, το τετραγράμματο αποκαλείται «πλήρες όνομα» ή «σύνθεση των συνθέσεων». Μέσω της επίκλησης αυτού του «μοναδικού ονόματος» παράγεται μια ασύγκριτη πνευματική ενεργητικότητα και παρέχεται η δυνατότητα μιας απευθείας ενεργοποίησης της Σεκινά, δηλαδή της θείας παρουσίας (Schaya, 1974).
Τέλος, μια θεμελιώδης ιδέα της εβραϊκής παράδοσης, η οποία έχει άμεση σχέση με την ουσιοκρατική θέση του ονόματος, είναι εκείνη ενός προσωπικού αγγέλου (Malach) για κάθε άνθρωπο, ο οποίος, κατά τη διατύπωση του Gershom Scholem, «αντιπροσωπεύει τον μυστικό εαυτό του, όπως και το όνομά του, το οποίο είναι κρυμμένο. Είναι κάτω από τη μορφή του αγγέλου, αλλά και εξίσου κάτω από ένα κρυμμένο όνομα, που το ουράνιο εγώ του ανθρωπίνου όντος (καθώς και όλων των δημιουργημένων πλασμάτων) είναι υφασμένο μέσα σε ένα παραπέτασμα, το οποίο κρέμεται μπροστά στον θρόνο του Θεού (Scholem, 1995).
Η ιδέα αυτή μας επαναφέρει στο όνομα των ανθρωπίνων όντων, αλλά και όλων των δημιουργημένων πλασμάτων.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα ονόματα αποκαλύπτουν μιαν ιδιαίτερη σχέση με ειδικές περιστάσεις οι οποίες αφορούν στον ονομαζόμενο. Όπως έχει παρατηρηθεί, η σχέση αυτή είναι πιθανόν να αποτελεί ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της ονοματοθεσίας. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις το όνομα και οι ειδικές περιστάσεις απεικονίζονται σε ένα φιλολογικό ισοδύναμο, ή σε άλλες περιπτώσεις το όνομα και οι ειδικές περιστάσεις είναι ομόηχα. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων σχέσεων αναφέρονται: το όνομα «Εφραίμ», το οποίο ο Ιωσήφ δίνει στον γιο του, και το οποίο φαίνεται να παράγεται από τη ρηματική ρίζα ρãrâ που εκφράζει τη γονιμότητα (Γένεσις, 41:52), καθώς και το όνομα το οποίο ο Μωυσής δίνει στον γιο του «Γκέρσομ», και το οποίο είναι ομόηχο με τη λέξη gér που σημαίνει τον «διαμένοντα αλλοδαπό» (The New Bible Dictionary, 1965).
Επιπλέον, και σύμφωνα πάντα με τη βιβλική παράδοση, η σχέση του ονόματος με το ονομαζόμενο πρόσωπο μπορεί να υπαχθεί σε τρεις κατηγορίες: το όνομα είναι το ίδιο το πρόσωπο, το όνομα εκφράζει το αποκαλυμμένο πρόσωπο, και το όνομα είναι το πρόσωπο ως ενεργό παρόν (The New Bible Dictionary, 1965). Η δεύτερη κατηγορία παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, και όπως έχει παρατηρηθεί «αυτές οι μορφές έκφρασης είναι τόσο παράξενες ώστε θα πρέπει να υπάρχει κάποια περαιτέρω σημασία σε αυτές». Ως ένα από τα τυπικότερα βιβλικά παραδείγματα τέτοιας έκφρασης, αναφέρεται ο λόγος τον οποίο απευθύνει ο Μωυσής προς τον Θεό: «Με πρόσταξες να οδηγήσω αυτόν τον λαό, αλλά δεν μου φανέρωσες ποιον θα στείλεις μαζί μου. Μου είπες ότι με γνωρίζεις με το όνομά μου και ότι έχω την εύνοιά σου» (Έξοδος, 33:12). Είναι φανερό ότι στην περίπτωση αυτή το όνομα προτείνεται με αποκαλυπτική πρόθεση, είναι δηλαδή ένα αποκαλυμμένο όνομα, αφού αποκαλύπτει την ιδιαίτερη σχέση που ο Θεός διατηρεί με τον Μωυσή. Η θεία εύνοια είναι το αποτέλεσμα της αποκάλυψης του ονόματος.
Τέλος, η τρίτη κατηγορία καταδεικνύει μια κατάσταση κατά την οποία το όνομα σημαίνει και σηματοδοτεί την ενεργό παρουσία ενός προσώπου μέσα στην πληρότητα του αποκαλυμμένου χαρακτήρα του. Στο Α΄ Βασιλέων (18:24) ο Ηλίας προτείνει την αντιπαράθεση δύο ονομάτων κατά τρόπον ώστε να αναδυθεί η πραγματική παρουσία του ενός από αυτά, δηλαδή η ενεργός του παρουσία: «Ας επικαλεσθούν αυτοί το όνομα του Θεού τους και θα επικαλεστώ κι εγώ το όνομα του Κυρίου. Όποιος θεός απαντήσει με φωτιά, αυτός θα είναι ο αληθινός θεός».
Άφησα τελευταία την πρώτη κατηγορία, δεδομένου ότι η ταυτότητα ονόματος και προσώπου είναι εμφανής μέσα σε πληθώρα χωρίων της Βίβλου, και παραδείγματα έχουν ήδη αναφερθεί.
Στέφανος Ροζάνης
Καθηγητής Φιλοσοφίας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παλαιά Διαθήκη, μτφρ. από τα πρωτότυπα κείμενα, εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα, 1997.
The New Bible Dictionary, The Inter-Varsity Fellowship, Λονδίνο, 1965.
Rabbi Aryeh Kaplan: Innerspace (Introduction to Kabbalah, Meditation and Prophecy), Ιερουσαλήμ, 1991.
Leo Schaya: The Universal Meaning of the Kabbalah, μτφρ. από τα γαλλικά Nancy Pearson, εκδ. Penguin Books, Βαλτιμώρη, 1974.
Gershom Scholem: Benjamin et son ange, μτφρ. Philippe Ivernel, εκδ. Rivage poche, Παρίσι, 1995.
************
Ο φιλέρευνος ιστοριοδίφης Ιωσήφ Σιακκής κατέλειπε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πλούσιο αρχείο, μέσα από το οποίο αποσπάσαμε τις έρευνες και καταγραφές του τις σχετικές με τα ονόματα των εβραϊκών οικογενειών, όπως αυτά εμφανίσθηκαν στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Η σημασία αυτής της έρευνας και καταγραφής είναι, πιστεύω, προφανής πρωτίστως για τους ιστορικούς, αλλά και γενικότερα, καθώς από την κατηγοριοποίηση και διασπορά των ονομάτων αναδύονται προβλήματα και προβληματισμοί που αφορούν στις δομές, συγγένειες και συνθέσεις του ελληνικού εβραϊσμού της διασποράς. Ιδιαίτερα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα των ονομάτων συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη σύνθεση μιας ιστορίας των Εβραίων στον ελληνικό χώρο, και από την άποψη αυτή το αρχειακό υλικό μπορεί, ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία, να φωτίσει στιγμές της μικροϊστορίας, της ιστορίας των οικογενειών, των επαγγελμάτων και της κινητικότητας του ελληνικού εβραϊκού πληθυσμού. Αναμφισβήτητα, η έρευνα των ονομάτων θα μπορούσε να τοποθετηθεί πλάι στην έρευνα των μητρώων, και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που τα μητρώα φωτίζονται κατά το μέτρο που τα ονόματα εμφανίζουν δομές των μητρώων αμφίβολες και/ή αμφισβητούμενες.
Ασφαλώς, στην περίπτωση του καταλόγου που ακολουθεί πρόκειται για πρώτο υλικό, για καταγραφή που συμπληρώνεται από κάποια ιστορικά οικογενειακών ονομάτων. Η ελπίδα είναι ότι αυτό το πρώτο υλικό θα προσελκύσει την προσοχή των ερευνητών, έτσι ώστε από την επεξεργασία του να προκύψουν χρήσιμοι προβληματισμοί και συμπεράσματα. Όπως και αν έχει, η καταγραφή του Ιωσήφ Σιακκή, την οποία εντοπίσαμε μέσα στο αρχείο του, αποτελεί μια γενική αφετηρία: «οι ιστορικές σημειώσεις μου είναι τα εξαρτήματα ενός διαλυμένου ρολογιού που χρειάζονται και περιμένουν τη συναρμολόγησή τους σε χρόνο απαραίτητο, κατάλληλο και εις το μη περαιτέρω της αναμονής...».
Στέφανος Ροζάνης