Ο άνθρωπος είναι κατά τον Αριστοτέλη «ζώον πολιτικόν» με την έννοια πως μέσα στην πόλη, σε μια οργανωμένη συναινετική κοινωνία, μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρον τις έμφυτες ικανότητές του και να προικιστεί και με επίκτητες. Μέσα στην πόλη και η γλώσσα, το κατεξοχήν όργανο επικοινωνίας, πλουτίζεται, εκλεπτύνεται και ομαλοποιείται Η συγκρότηση της πόλεως-κράτους κατά την αρχαϊκή περίοδο σε συνδυασμό με την καθιέρωση πανελλήνιων θρησκευτικών και αθλητικών κέντρων, τη σύναψη συμμαχιών και ευρύτερων πολιτικών ενώσεων (αμφικτuονίαι) και την ανάπτυξη φυσικά των εμπορικών συναλλαγών συνέτεινε στην εξομάλυνση των διαλεκτολογικών διαφορών. Παράλληλα με τις υπερτοπικές λογοτεχνικές διαλέκτους του έπους και της χορικής ποίησης αρχίζει να διαμορφώνεται στην Ιωνία, που είναι πάντοτε πρωτοπόρα, ένα είδος υπερτοπικής Κοινής. Ώς την αρχή των Μηδικών πολέμων αυτή η Ιωνική Κοινή, η οποία μονοπωλεί σχεδόν τον έντεχνο πεζό λόγο, είναι «η γλώσσα περιωπής».
Μετά το πέρας των Μηδικών πολέμων, την πολιτική και πνευματική ηγεμονία των Ελλήνων αναλαμβάνει η Αθήνα. Ο περσικός κίνδυνος συσπειρώνει τους Έλληνες και η συσπείρωση αυτή στο γλωσσικό επίπεδο ευνοεί την Αττική διάλεκτο. Η αθηναϊκή συμμαχία (478/7) με έδρα το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο επιβάλλει ως κέντρο αναφοράς πολλών πόλεων και νήσων την Αθήνα. Εκεί συρρέουν θεωροί, διάδικοι, μέτοικοι, διονυσιακοί τεχνίτες, περιεργοπένητες, σοφιστές και εταίρες. Για να ενσωματωθούν οι επήλυδες στην απαιτητική κοινωνία των Αθηνών αναγκάζονται να υιοθετήσουν τον αθηναϊκό τρόπο ζωής και προπάντων να χειρίζονται με ευχέρεια την εκλεπτυσμένη Αττική διάλεκτο. Η κοσμόπολη των Αθηνών είναι πλέον το «πρυτανείον της σοφίας», η «Ελλάδος παίδευσις».
Ούτε η ατυχής έκβαση του Πελοποννησιακού πολέμου ούτε οι εμφύλιοι σπαραγμοί ούτε καν η άνοδος της μακεδονικής δύναμης ανέκοψαν την εξέλιξη της Αττικής σε πανελλήνιο γλωσσικό όργανο. Αντιθέτως μάλιστα ο Φίλιππος Β', ηγεμόνας μεγάθυμος και οξυδερκής, καθιέρωσε την Αττική ως επίσημη γλώσσα της παιδευτικής αγωγής και της διοίκησης του κράτους του. Ο Αλέξανδρος και οι γόνοι αριστοκρατικών μακεδονικών οικογενειών είχαν λάβει μόρφωση αττική. Η περίλαμπρη πανελλήνια εκστρατεία στην Ανατολή προωθεί τον ελληνισμό ώς τις εσχατιές της Βακτριανής. Στα πολυεθνικά κράτη των διαδόχων θα λάβει σάρκα και οστά η γενναία απόφανση του Ισοκράτη ότι Έλληνες είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδεύσεως. Και παίδευση σημαίνει πρωτίστως εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Η Κοινή διάλεκτος που την εποχή των διαδόχων αποβαίνει παγκόσμιο όργανο επικοινωνίας είναι ιδίωμα το οποίο έχει ως βάση του την Αττική. Το ιδίωμα αυτό προωθήθηκε συνειδητά από τη μακεδονική διοίκηση και το στρατό, αλλά και από εμπόρους, τυχοδιώκτες και λογίους στη Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο.
Ο όρος Κοινή (εννοείται διάλεκτος) είναι αρχαίος. Για την προέλευση της Κοινής οι γραμματικοί διαφωνούσαν. Οι μεν πίστευαν ότι πράγματι προερχόταν από τον συγκερασμό των τεσσάρων βασικών διαλέκτων (η έκ τών τεσσάρων συνεστώσα), άλλοι ότι αυτή ήταν η μητέρα των τεσσάρων, άλλοι ότι επρόκειτο για πέμπτη διάλεκτο ή ότι ήταν μετεξέλιξη της Αττικής. Η τελευταία άποψη που υποστήριξε και στα νεότερα χρόνια ο Γ. Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι έγκυροι μελετητές είναι η ορθή. Σήμερα, πάντως, με τον όρο Κοινή εννοούμε τα διάφορα επίπεδα γλώσσας με τις συνεπακόλουθες υφολογικές αποκλίσεις που ο ελληνικός κόσμος χρησιμοποιούσε στον προφορικό και εν μέρει στον γραmό λόγο από την ελληνιστική ώς την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Πρόκειται συνεπώς για μια γλώσσα πολυσυλλεκτική και «εγκυκλοπαιδική» που έχει έναν πυρήνα με εξακτινώσεις. Αναμφιβόλως δεν μιλούσαν την ίδια Κοινή ο Αθηναίος και ο Πελοποννήσιος, ο Ίωνας και ο Μακεδόνας, ο εξελληνισμένος Ιουδαίος και ο «ηγεμών έκ Δυτικής Λιβύης». Σε αντίθεση φυσικά με την προφορική που παρουσίαζε μεγάλη ανομοιομορφία η Κοινή γραφομένη έτεινε i σε ομοιομορφία. Όμως και εδώ οι διαφοροποιήσεις είναι σημαντικές. Ο ιστορικός Πολύβιος γράφει μιαν εκλεπτυσμένη και πλουσιοτάτη Κοινή, ενώ επί παραδείγματι ο συντάκτης ενός καταδέσμου γράφει σε μια χυμώδη, αλλά απείθαρχη δημώδη.
Οι άμεσες πηγές μας για την Κοινή είναι τα κείμενα που διασώθηκαν σε επιγραφές, παπύρους, και όστρακα (θραύσματα αγγείων). Πλούσιο υλικό παρέχουν επίσης τα λεξικά των αττικιστών και τα ελληνολατινικά γλωσσάρια, δηλαδή οι στοιχειώδεις μέθοδοι εκμαθήσεως της Ελληνικής που προορίζονταν για τους λατινόφωνους, και φυσικά η λογοτεχνία. Σημαντικότατα μνημεία της Κοινής είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα (Ο'), η Καινή Διαθήκη, τα Απόκρυφα και τα Ψευδεπίγραφα. Οι έμμεσες πηγές της Κοινής είναι οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της Νέας Ελληνικής, nou ανάγονται στη βυζαντινή Κοινή. Εξαίρεση αποτελούν τα τσακώνικα που ανάγονται στη Νεολακωνική Δωρική.
Ήδη στα πρώτα στάδια της εξέλιξής της η Κοινή πολιορκεί και το προπύργιο του γλωσσικού συντηρητισμού, τη λογοτεχνία. Βέβαια όσα από τα ποιητικά είδη επιβιώνουν (έπος, ελεγεία, ίαμβος, επίγραμμα) διατηρούν με κάποιους συμβιβασμούς την παλαιά τους τεχνητή διάλεκτο. Καινοφανή είδη συγγράφονται σε νέες, επίσης τεχνητές, διαλέκτους. Έτσι η γλώσσα των Βουκολικών του Θεοκρίτου είναι μια υπερτοπική Δωρική που έχει ως βάση τη διάλεκτο των Συρακουσών. Μια εκλεπτυσμένη μορφή της Κοινής χρησιμοποιούν οι ελάσσονες δημιουργοί των Ανακρεοντείων, των πρώιμων χριστιανικών ύμνων και των εργατικών και ερωτικών στιχουργημάτων. Από τους πρώτους ωστόσο μεταχριστιανικούς αιώνες εμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα ρυθμοτονικής ποίησης, η οποία τελικά θα υπερισχύσει. Η παραδοσιακή προσωδιακή ποίηση θα υποβιβασθεί σε μουσειακό είδος.
Αξιολογότερες είναι οι κατακτήσεις της Κοινής στον πεζό λόγο. Ήδη ο Αριστοτέλης, τον οποίο θαύμαζε ο Κικέρων για το χρυσό ποτάμι του λόγου του, χρησιμοποιεί μια πρώιμη λογοτεχνική Κοινή. Στην Κοινή επίσης συγγράφουν φιλόσοφοι, ιστορικοί, πολυΐστορες, επιστήμονες, μυθογράφοι και παραδοξογράφοι. Οι αποκλίσεις, ωστόσο, είναι σημαντικές: η γλώσσα του Πολυβίου (201-120 π.Χ.) είναι εξόχως τεχνουργημένη (νεολογισμοί, ποιητικές λέξεις, αποφυγή χασμωδίας), ενώ η γλώσσα του Επικτήτου (55-135 μ.Χ.), που ήταν απελεύθερος, συγγενεύει με τη δημώδη Κοινή.
Το πολιτιστικό λοιπόν γόητρο των Αθηνών, η λογοτεχνική παραγωγή (ιδιαίτερα η πεζογραφία) και τέλος η πειθανάγκη που ασκούσε η κρατική εξουσία (αθηναϊκές συμμαχίες και αργότερα μακεδονική μονοκρατορία) ενίσχυσαν στη διαπάλη των διαλέκτων την Αττική. Η Κοινή, ωστόσο, που διαμορφώθηκε ήταν αποτέλεσμα παραχωρήσεων και συμβιβασμών. Έτσι γνωρίσματα αποκλειστικά αττικά, όπως τα ττ αντί του σσ και η δεύτερη αττική κλίση (λεώς), απορρίφθηκαν, εφόσον οι άλλες διάλεκτοι είχαν να προσφέρουν ενιαίο τύπο. Η ροπή του αττικού προφορικού λόγου για απλοποίηση, δηλαδή για καταφυγή στο νόμο της μικρότερης προσπάθειας βρήκε απρόσμενους συμμάχους. Οι αλλόγλωσσοι, αλλά και όσοι μιλούσαν άλλες διαλέκτους, καθώς και οι απλοί άνθρωποι του λαού αδυνατούσαν να μεταχειριστούν τις πολυάριθμες ιδιοτροπίες, τη φαντασμαγορία των μορίων, τις περίπλοκες συντάξεις και τις λεπτότατες σημασιολογικές αποχρώσεις της αυστηρής ατθίδος. Με τον καιρό συντελούνται αποφασιστικής σημασίας αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, οι οποίες οδηγούν στη συγκρότηση ενός εύπλαστου, πλούσιου και προπάντων απλουστευμένου γλωσσικού οργάνου.
Βάση λοιπόν είναι η Αττική, αλλά στη διαμόρφωση της Κοινής συνέβαλαν κατά δύναμη και οι άλλες διάλεκτοι. Πλουσιότερη ήταν η συνεισφορά της Ιωνικής. Ο Στ. Γ. Καψωμένος (1907-1978) και ο Αγαπητός Τσοπανάκης απέδειξαν ότι η συμβολή της Δωρικής ήταν πολύ σημαντικότερη από ό, τι πίστευαν παλαιότεροι ερευνητές. Η Δωρική πλούτισε ιδιαίτερα τη στρατιωτική και νομική ορολογία: λοχαγός, ουραγός, ξεναγός (αρχικά: αρχηγός των μισθοφόρων), άγημα, ανάδοχος. Δωρικά είναι και τα χρηστικότατα: Βουνός (ΝΕ Βουνό αντί του αττικού όρος), λαός, ναός, ορκωμοσία. Ακόμη και η περιθωριακή ΒΔ προίκισε την Κοινή και ιδίως τη Νεοελληνική με την επέκταση της κατάληξης -ες από την ονομαστική των τριτοκλίτων στην αιτιατική: οι πατέρες → τούς πατέρες (και κατ' αναλογίαν: οι, τούς ταμίες). Τη διοικητική και στρατιωτική ορολογία επιχορηγεί και η Μακεδονική: δεκανός (> ΝΕ δεκανέας, δεκανίκι), ταξίαρχος, σωματοφύλακες, υπασπισταί. Μακεδονική καταγωγή έχουν η λέξη κοράσιον και η κατάληξη -ισσα (Μακεδόνισσα).
Βαθύτατες, λοιπόν, είναι οι αλλαγές που συντελέσθηκαν κατά την περίοδο της Κοινής στο φωνολογικό σύστημα, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο της Ελληνικής. Οι αποφασιστικότερες, ωστόσο, αυτές που κυρίως οδήγησαν στη διαμόρφωση της Νέας Ελληνικής, συνέβησαν στη φωνολογία. Ο τονισμός της Αρχαίας Ελληνικής ήταν μουσικός, όπως φαίνεται άλλωστε και από την ορολογία: αρμονία, προσωδία, οξεία, βαρεία, κτλ. Η μετάβαση από τον μουσικό στο δυναμικό τονισμό (ακριβέστερα: ο λεξικός από μουσικός έγινε δυναμικός) φαίνεται ότι είχε ως συνέπεια την κατάργηση της προσωδίας. Η μονοφθόγγηση λοιπόν των διφθόγγων επιταχύνεται (ει → i, αι → e) και τα φωνήεντα γίνονται ισόχρονα. Έτσι επί παραδείγματι τα ι, ει, η, οι και υ συνέπεσαν να προφέρονται ως i (η μετεξέλιξη της προφοράς της διφθόγγου οι σε ί ολοκληρώθηκε μόλις τον 10ο αι. μ.Χ.!). Ο ιωτακισμός είχε ως συνέπεια να προκύψουν πάμπολλες ομοφωνίες (λέξεις με διαφορετικά νοήματα, οι οποίες είχαν. την ίδια προφορά). Και στο πεδίο των συμφώνων οι αλλαγές ήταν σαρωτικές. Ωστόσο ώς σήμερα σε νεοελληνικές διαλέκτους τα διπλά σύμφωνα (άλλος = άλ-λος) εξακολουθούν να προφέρονται και το τελικό -ν που καταδιώκεται από τον 4ο αι. π.Χ. εξακολουθεί να αντιστέκεται! Η γραφή βέβαια παρέμεινε φωνητική. Η δυσαρμονία ανάμεσα στο γράφημα και το φώνημα είχε ως συνέπεια την πληθώρα ορθογραφικών λαθών: ώντος αντί όντως, λυπόν αντί λοιπόν, κτλ.
Στη μορφολογία κυρίαρχη είναι η τάση για απλοποίηση, η οποία και συντελείται κυρίως διά της αναλογίας. Δισύλλαβοι και τρισύλλαβοι σχηματισμοί αντικαθιστούν ιδιότροπα από κλιτική άποψη μονοσύλλαβα: οίς: πρόβατον, μυς: ποντικός, ύς: χοίρος, ναύς: πλοίον. Τα ανώμαλα παραθετικά αντικαθίστανται: μέγας, μειζώτερος ή μεγαλώτερος (αντί του μείζων), μέγιστος. Τα επιρρήματα σε -ως (καλώς} περιορίζονται προς όφελος των σε -α (καλά): Η πολυτυπία του ρήματος περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία. Ορισμένα από τα εις -μι ρήματα προσχωρούν στα εις -ω: δίδωμι -δίδω. Το τέρας του δυϊκού αριθμού που ήδη από τον 3ο αι. Π.Χ. είχε υποστεί βαρύτατα πλήγματα, δέχεται από τον ίδιο τον Ιησού τη χαριστική βολή: «ΟυδεΙς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Λουκάς, 16, 13). Οι αττικιστές όμως προσπαθούν να αναστήσουν αυτόν τον αρχαϊκότατο τύπο: δυσΙ μή λέγε, αλλά δυοίν (Φρύνιχος).
Και στο πεδίο της σύνταξης η Κοινή επιδιώκει την απλοποίηση, την αναλυτική έκφραση και τη σαφήνεια. Τις γυμνές πτώσεις αντικαθιστούν σε ποικίλες περιπτώσεις οι ακριβέστερες εμπρόθετες συντάξεις. Η αιτιατική ως αντικείμενο εκτοπίζει σταδιακά τη γενική και δοτική (ακούειν τινά, αντί τινός). Το απαρέμφατο αντικαθίσταται: το ειδικό από το ότι + οριστική και το τελικό από το ίνα + υποτακτική. Η ευκτική κλονίζεται και ορισμένες χρήσεις της περιπίπτουν σε αχρηστία. Η παράταξη και το ασύνδετο περιορίζουν την υπόταξη. Έτσι ο σύνδεσμος και πλουτίζεται με νέες σημασίες.
Υπάρχουν λέξεις αιωνόβιες, μακρόβιες, βραχύβιες και εφήμερες -αυτές είναι και οι πιο θορυβώδεις. Η Κοινή αναγκάζεται να απορρίψει ένα μεγάλο αριθμό λέξεων που είτε αντιστέκονταν στην τάση για απλοποίηση είτε είχαν απολέσει την ετυμολογική τους διαφάνεια είτε ήταν υπερβολικά ιδιωματικές είτε αντιπροσώπευαν αντικείμενα και αξίες θνησιγενείς. Οι απώλειες, ωστόσο, αντισταθμίζονται με τη συρροή χιλιάδων νεολογισμών που επιβάλλουν οι ριζικές αλλαγές, οι οποίες πραγματοποιούνται στο κοινωνικό επίπεδο με την άνοδο των λαϊκών στρωμάτων, στο πολιτικό με τα πολυεθνικά κράτη των διαδόχων και τη ρωμαιοκρατία, και στο πολιτιστικό με την εμφάνιση του xριστιανιμoύ. 'Έτσι επί παραδείγματι πολλές αρχαίες λέξεις αποκτούν νέες σημασίες στη χριστιανική γραμματεία (άγγελος, διάβολος, επίσκοπος, εκκλησία).
Κατά την περίοδο της Κοινής η Ελλάδα υποτάχθηκε πολιτικά στη Ρώμη (1ος αι π.Χ.) και πολιτιστικά στον χριστιανισμό. Η διττή αυτή καταδυνάστευση άφησε ανεξίτηλα σημάδια ακόμη και στην εθνική μας ονομασία: Ρωμιοί (Ρωμαίοι δηλαδή) και Χριστιανοί αντί του Έλληνες! Η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους ήταν φυσικό να οδηγήσει σε ένα γλωσσικό δούναι-λαβείν ανταγωνιστικού χαρακτήρα. Οι Ρωμαίοι ως ενσυνείδητοι θεμελιωτές μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας αποδείχθηκαν επιμελείς μαθητές στους τομείς εκείνους που ένιωθαν ότι υστερούσαν. Έτσι αργυρολόγησαν συστηματικά την Ελληνική για να καλύψουν τις ανάγκες της φτωχής αγροτικής τους γλώσσας στην τέχνη, στην επιστήμη και στην ηδυπάθεια. Για να διευκολύνουν το διοικητικό τους μηχανισμό συνέστησαν επίσημη μεταφραστική υπηρεσία στη Ρώμη. Ένα τμήμα μάλιστα από τη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, ιδίως οι γυναίκες της αριστοκρατίας, ήταν δίγλωσσο. Ο Καίσαρ ξεψύχησε με το περιλάλητο «Καί συ τέκνον, Βρούτε;». Ο Αύγουστος πέθανε με ένα στίχο του Μενάνδρου στα χείλη. Ο Νέρων μετέφραζε Αισχύλο και διέπρεψε ως ερμηνευτής τραγωδιών. Οι ποιητές σύλησαν τα μέτρα, τα είδη, τους τρόπους και τη θεματική της κλασικής και της ελληνιστικής ποίησης.
Οι Έλληνες αντιθέτως (ακόμη και οι Γραικύλοι!) κράτησαν στάση υπεροπτική έναντι της Λατινικής γλώσσας και του ρωμαϊκού πολιτισμού γενικότερα. Τα δάνεια από τη Λατινική είναι περιορισμένα κατά τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης. Την αντίσταση καθοδηγούσαν οι αττικιστές, οι υπέρμαχοι της γλωσσικής καθαρότητας και ανεπιμιξίας. Τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός λέξεων (ιδίως από τη στρατιωτική, διοικητική και εμπορική ορολογία) παρεισέφρησε στα ελληνικά.
Η επίδραση της Λατινικής στην Ελληνική είναι ανεπαίσθητη στο συντακτικό επίπεδο, κάπως αισθητή στο μορφολογικό (κυρίως σε παραγωγικές καταλήξεις: -άριος, -άτος, -ούρα, -πουλλος) , αλλά ισχυρότατη στο λεξιλογικό. Πάμπολλες λέξεις που πολιτογραφήθηκαν ιδίως στην όψιμη Κοινή διατηρούνται ώς σήμερα: τίτλος, μεμβράνη, μίλιον, δικτάτωρ, κάστρο, κάρβουνο, σπίτι (οσπίτιον), παλάτι, φάβα, λουκάνικο. Λατινική επίσης προέλευση έχουν τα ονόματα των μηνών και αρκετά ανθρωπωνύμια: Αντώνιος, Κωνσταντίνος, Πουλχερία.
Η συνάντηση ελληνισμού και ιουδαϊσμού ήταν μια τραυματική εμπειρία και για τις δύο πλευρές. Οι Έλληνες κατέκτησαν και θέλησαν να επιβάλουν το δικό τους κοσμοείδωλο και το δικό τους τρόπο ζωής σε ένα λαό που θεωρούσε τον εαυτό του ως περιούσιο. Οι Μακκαβαίοι αποτίναξαν τον ελληνικό ζυγό και για ένα διάστημα η lουδαία παρέμεινε ανεξάρτητη. Όμως το 68 π.Χ. ο Πqμπήιος προσάρτησε την ευρύτερη περιοχή στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης. Στο μεταξύ, ήδη από τον 3ο αι π.Χ., ένα μεγάλο μέρος των lουδαίων της διασποράς είχε ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά. Προς χάρη λοιπόν αυτών των ελληνόγλωσσων lουδαίων (ελληνισταί) η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στην ελληνιστική Κοινή. Η μεταφραστική διαδικασία διήρκεσε περίπου τρεις αιώνες (Το βιβλίο του Ιώβ μεταφράστηκε μόλις τον 1ο αι μ.Χ.). Το κείμενο των Εβδομήκοντα (Ο') δεν έχει ενιαία γλωσσική μορφή. Οι πολυπληθείς βαρβαρισμοί (Έξοδος, 18, 6 Τρία εγώ ειμί), σολοικισμοί (Γένεσις, 1, 1 σύν τόν ουρανόν), σημιτισμοί (έν + έναρθρο απαρέμφατο, Γένεσις, 4, 8 καί εγένετο έν τω είναι αυτούς), τα άκλιτα ονόματα (Αβραάμ, Ιακώβ) και γενικότερα το ακαλλώπιστο και τραχύ ύφος αποκαλύπτουν ότι ο αυταρχικός λόγος του Γιαχβέ δυσφορούσε με το αλλόγλωσσο ένδυμα.
Υφολογική ανομοιογένεια χαρακτηρίζει και την Καινή Διαθήκη. Το ένα άκρο καταλαμβάνουν τα τεχνουργημένα ελληνικά του Λουκά, το άλλο η αυχμηρή δημώδης της Αποκάλυψης. Οι πολυπληθείς «βιβλισμοί» (οι ιδιοτυπίες των Ο') και εβραϊσμοί θυμίζουν συνεχώς ότι η Καινή Διαθήκη δεν καταλύει, αλλά συνεχίζει και συμπληρώνει τον Νόμο και τους Προφήτες. Τα ιδιότυπα ελληνικά της Βίβλου, που προκαλούσαν τον αποτροπιασμό των θιασωτών του άπεφθου ελληνισμού, επηρέασαν με την επικράτηση του χριστιανισμού το δημώδες κυρίως ρεύμα της Κοινής.
Η Κοινή λοιπόν είναι μια γλώσσα επικοινωνίας, που διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, καθώς χρωματίζεται από την τοπική διάλεκτο (δωρίζουσα και ιωνίζουσα Κοινή), που αρέσκεται στις ζωηρές εκφράσεις (ευθύς λόγος αντί πλαγίου, υπερθετικά αντί συγκριτικών), που επιδιώκει την έμφαση, την ευκρίνεια και την απλότητα, που προσλαμβάνει, αν παραστεί ανάγκη, δάνεια από την υψηλή λογοτεχνία (λαίλαψ), αλλά και από τις γλώσσες όμορων λαών. Είναι επίσης μια γλώσσα περιωπής, το κλειδί για την πρόσβαση στα αγαθά ενός υψηλού πολιτισμού. Για αιώνες πολλούς το άνυσμα της επικράτειάς της ήταν τεράστιο. Αλλοεθνείς ηγεμόνες (Αρμένιοι, Πάρθοι, ο Σικλώ ο βασιλίσκος των Νουβάδων), ιερείς (ο Αιγύπτιος Μανέθων, ο Βαβυλώνιος Βαρωσσός, οι Δρυΐδες της Γαλατίας) και σοφιστές γράφουν στην Κοινή.
Στις αρχές του 3ου αι Π.Χ. ενώ η Κοινή αρχίζει τη θριαμβική της πορεία προς τη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού, η ρητορική εγκαταλείπει σταδιακά το λίκνο της, την Αθήνα, και καταφεύγει στην Έφεσο, τη Σμύρνη και τη Ρόδο. Βέβαια με την κατάρρευση της δημοκρατίας, η ελευθερία της έκφρασης που ακόνιζε τη δεινότητα του ρήτορα έχει φαλκιδευτεί, αλλά η «άκεντρος» ρητορική των γυμνασμάτων είναι ελεύθερη να φλυαρεί για ανώδυνα θέματα. Το ασιανό ύφος (ασιανός ζήλος, ασιανισμός) εξορμά από την επιδεικτική ρητορική και απειλεί να κατακλύσει την ιστοριογραφία και τη φιλοσοφία. Το ανάχωμα σε αυτό «Το θολό ρεύμα του Ορόντη» ανέλαβαν να υψώσουν οι αυστηροί θεματοφύλακες της κλασικής παράδοσης, οι «Αττικισταί». Όμως ο χλιδανός, κενολόγος και αυτάρεσκος «ασιανός ζήλος» ήταν ένας εύκολος αντίπαλος, που απλώς στάθηκε το πρόσχημα για τη συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων. Το μένος των αττικιστών στρεφόταν κατ' ουσίαν εναντίον της Κοινής, που απειλούσε να κατακυριεύσει το σύνολο της πεζογραφίας. Το σύνθημα των νοσταλγών του αρχαίου κλέους ήταν: πίσω ολοταχώς στον δόκιμα αττικό λόγο του Λυσία και του Πλάτωνος!
Ο αξιολογότερος θεωρητικός της αττικιστικής κίνησης ήταν ο ιστορικός και τεχνογράφος Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που δίδαξε από το 30-8 π.Χ. στη Ρώμη, το σημαντικότερο εκείνη την εποχή κέντρο ελληνικής παιδείας. Στην ταχύτατη ενδυνάμωση της αττικιστικής κίνησης συνέβαλαν η ακτινοβολία της Αττικής διαλέκτου, το κύρος των συγγραφέων του 5ου και 4ου αι., το αξίωμα της μίμησης που κυριαρχούσε στην εκπαιδευτική πρακτική, η παρέμβαση του Αυγούστου που πίστευε ότι ο κλασικισμός στη γλώσσα και στην τέχνη θα μπορούσε να κρατήσει ζωντανές τις παραδοσιακές αξίες, και βέβαια η φιλολογική προεργασία (εκδόσεις, υπομνήματα, λεξικά) που είχε συντελεσθεί από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους πάνω στα αττικά κείμενα. Στις τάξεις του αττικισμού προσχώρησαν και οι πολέμιοι του χριστιανισμού, οι οποίοι ως εκπρόσωποι κατά κανόνα της υψηλής διανόησης καταφρονούσαν τόσο την απλοϊκή διδασκαλία όσο και την ανεπιτήδευτη γλώσσα των Ευαγγελίων και των Αποστολικών Πατέρων.
Ο άμεσος στόχος των αττικιστών φαινόταν κοινός: επιστροφή στα καθαρά και ορθά αττικά. Ποιά όμως ήταν η δόκιμος Αττική διάλεκτος; Στο σημείο αυτό οι απόψεις διέφεραν. Οι μεν προέβαλλαν ως πρότυπο τον Λυσία, άλλοι θεωρούσαν τον Πλάτωνα κατά τάξη μεγέθους ανώτερο και άλλοι προέκριναν τον Ξενοφώντα. Όλοι τους όμως συμφωνούσαν ότι η μίμηση της μορφής θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην παραγωγή νέων αριστουργημάτων. επειδή οι αττικιστές πίστευαν ότι το αμιγώς αττικό λεξιλόγιο διασφάλιζε την κομψότητα (αστειότης) του λόγου, ως αλάθητο κριτήριο για την εκλογή μιας λέξης θεωρούσαν την παρουσία της στα έργα των δοκίμων συγγραφέων. Ο γραμματικός μάλιστα Ουλπιανός (2ος αι. μ.Χ.) επονομάσθη Κειτούτειτος, επειδή ακριβώς προτού δοκιμάσει ένα φαγητό αναζητούσε αγωνιωδώς αν το όνομα του εδέσματος απαντούσε στα αττικά υποδείγματα (κείται ή ου κείται;). Δεν ήταν όμως μόνο το κέλυφος του λόγου που σαγήνευε τους υπέρμαχους της οπισθοδρόμησης. Εδραία ήταν η πεποίθησή τους ότι η ενασχόληση με τα «κείμενα» θα αναζωογονούσε αυτομάτως τις παλαιές αξίες που είχαν πυργώσει το φρόνημα των Μαραθωνομάχων! Όποια πάντως κι αν ήταν τα κίνητρα των προμάχων, μυωπικά ή υψηλά, ο αττικισμός είναι σφραγισμένος από την ευγένεια που προσδίδει σε ένα κίνημα η αναζήτηση του ανέφικτου και του ουτοπικού.
Τον 2ο αι. μ.Χ. το ρωμαϊκό κράτος ευημερεί Τα αγαθά της παιδείας δεν είναι πια προνόμιο μιας ολιγάριθμης αριστοκρατίας. Το ελληνόφωνο τμήμα εγείρει απαιτήσεις για πολιτιστική ηγεμονία. Κατά την εποχή αυτή οι δημοφιλέστεροι τεχνίτες του πεζού λόγου στον ελληνόφωνο χώρο είναι οι εκπρόσωποι της Δεύτερης Σοφιστικής με προεξάρχοντα τον Αίλιο Αριστείδη (129-181). Οι πνευματώδεις αυτοί αττικιστές φαίνεται ότι συνήρπαζαν με τις (αδρά αμειβόμενες) διαλέξεις τους ακόμη και το απαίδευτο πλήθος, που είναι βέβαιο ότι δεν κατανοούσε τις σοφιστικές τους λεπτολογίες, ίσως ούτε καν την εκφορά του λόγου τους, εξαιτίας ακριβώς των φωνητικών αλλαγών που είχαν συντελεσθεί Τον αυστηρό αττικισμό αποδέχθηκε τελικά και η, επίσημη χριστιανική Εκκλησία. Είναι αμφίβολο αν το εκκλησίασμα στο σύνολό του μπορούσε να ενωτισθεί τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Πάντως στα επιτεύγματα του αττικισμού θα πρέπει να συγκαταριθμηθούν η προστασία της γραπτής κυρίως γλώσσας από την εισροή λατινικών λέξεων και η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς του κλασικού κόσμου από τη μισαλλοδοξία των φανατικών χριστιανών.
Το τίμημα όμως της παλινδρόμησης ήταν βαρύ η προσήλωση των αττικιστών στο ένδοξο παρελθόν και η πεισματική άρνησή τους να αποδεχθούν την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι η γλώσσα εξελίσσεται, οδήγησαν στη διγλωσσία, η οποία καταταλαιπώρησε το έθνος για δύο χιλιετίες και βάθυνε το χάσμα ανάμεσα στη μειοψηφία των πεπαιδευμένων και στον απλό λαό. Η πρόσβαση στα αγαθά της παιδείας προϋπέθετε πολύχρονη ενασχόληση με ένα γλωσσικό όργανο που δεν άνθιζε στα χείλη των ανθρώπων, αλλά ήταν κείμενο. Στη στρεβλή επίσης αξιολόγηση ενός έργου με μόνο κριτήριο τη γλωσσική του διατύπωση οφείλεται και η παραμέληση των συγγραφέων εκείνων που έγραφαν σε γλώσσα απλούστερη. Το θλιβερό επακόλουθο αυτής της προκατάληψης ήταν να χαθούν σημαντικότατα επιστημονικά και λογοτεχνικά έργα.
Προς το τέλος του 5ου αι. μ.Χ. στον ευρύτερο ελληνόφωνο χώρο η γλωσσική πραγματικότητα εμφανίζεται συγκεχυμένη. Στον προφορικό λόγο κυριαρχεί η Κοινή. Φυσικά και μέσα στην ίδια περιοχή υπάρχουν διαφοροποιήσεις που ανταποκρίνονται στη φυλετική καθαρότητα, στην κοινωνική διαστρωμάτωση και γενικότερα στις διαφορές του μορφωτικού επιπέδου.
Στον γραπτό λόγο υπάρχει πολυδιάσπαση. Οι συγγραφείς που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, καθώς και η διοίκηση, συμβιβάζονται με ποικιλίες της Κοινής. Όμως οι επίσημοι ιστοριογράφοι, οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι, οι επικεφαλής της Εκκλησίας είναι αττικιστές. Ορισμένα είδη ποίησης εξακολουθούν να γράφονται στις παραδοσιακές λογοτεχνικές διαλέκτους. Η λυρική ποίηση, ωστόσο, κυρίως η υμνογραφία, και τα τραγούδια του λαού έχουν προσχωρήσει στο στρατόπεδο της Κοινής. Η ρυθμοτονική ποίηση έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της.
Παρά το βαθύ δίχασμα ανάμεσα στον φυσικό και στον γραπτό λόγο η Ελληνική γλώσσα κατορθώνει στη διαπάλη της με τη Λατινική για τη γλωσσική ηγεμονία στην Ανατολή να εξέλθει νικήτρια. Αυτή η περίλαμπρη νίκη συνέτεινε τα μέγιστα και στον προοδευτικό εξελληνισμό του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 88-93