Το 1453 οριοθετεί τη νεότερη περίoδo της πολιτικής και πνευματικής ιστορίας του ελληνισμού. Το έθνος είναι σκλαβωμένο στους Τούρκους με αποτέλεσμα να αποκοπεί από τη Δύση και να βυθιστεί σε βαθύ σκοτάδι αμάθειας. Ο απόηχος των πνευματικών εξελίξεων της Ευρώπης φτάνει στην Ελλάδα με καθυστέρηση αιώνων. Παρόλα αυτά υπάρχει κάποια πνευματική κίνηση στην Ελλάδα, όπου οι λόγιοι προβληματίζονται ιδιαίτερα με τη γλώσσα της παιδείας του έθνους, αλλά και με άλλα πνευματικά ζητήματα. Κατά την περίοδο αυτή: α) σταθεροποιείται η μορφή των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, διαμορφώνονται οι κοινές (γλώσσες) των μεγάλων αστικών κέντρων και ιδιαίτερα της Πόλης και της κρητικής λογοτεχνίας και οριστικοποιείται η μορφή και ο τύπος του δημοτικού τραγουδιού· β) φτάνει στο αποκορύφωμά της η κρητική λογοτεχνία· γ) εμφανίζονται οι πρώτες αρxές της δημώδoυς νεοελληνικής πεζογραφίας και διαδίδονται λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία κατά τον 17ο και 18ο αι.· δ) το Οικουμενικό Πατριαρxείo, που χρησιμοπoιεί μετά την Άλωση αρχαΐζουσα γλώσσα, συμβιβάζεται με μια απλούστερη ομιλουμένη, και τέλος ε) το έθνος πρoβληματίζεται με το γλωσσικό όργανο της διδασκαλίας στο σχολείο, που διχάζει τους λογίους του σε αρχαϊστές, δημοτικιστές και οπαδούς της μέσης οδού.
Οι νεοελληνικές διάλεκτοι και τα ιδιώματα,των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά έχουν διαμορφωθεί σε προηγούμενες εποχές και εν μέρει στην ελληνιστική Κοινή, παρουσιάζουν ήδη σταθεροποιημένη μορφή, αν κρίνουμε από διαλεκτικά κείμενα λ.χ. της Ποντιακής και Κυπριακής αυτής της περιόδου. Έντονα αρχαϊστικά χαρακτηριστικά εμφανίζουν οι λεγόμενες περιφερειακές διάλεκτοι (ποντιακά με ιωνικά στοιχεία, ελληνικά της Κάτω lταλίας με δωρικά στοιχεία), που έμειναν αποκομμένες από τον εθνικό κορμό και γι' αυτό πολύ δύσκολα τις κατανοεί σήμερα ο μέσος Νεοέλληνας. Δυσνόητη για τον μη ειδικό είναι επίσης η Τσακωνική, νεοδωρικό ιδίωμα που βασίζεται σε Νεολακωνική διάλεκτο του 3ου αι. π.Χ. Η διαίρεση του νεοελληνικού διαλεκτικού χώρου από τον Γ. Ν, Χατζιδάκι διαπιστώνει μια βόρεια και μια νότια ζώνη, με βάση τη συμπεριφορά των άτονων e και ο (βόρεια και νότια ιδιώματα). Η συμπεριφορά του ληκτικού -v δίνει την αφορμή στον Α. Thumb να διαιρέσει τον ίδιο διαλεκτικό χώρο σε ανατολικό και δυτικό (ανατολικά και δυτικά ιδιώματα). Μετά τη μετοικεσία των ελληνικών πληθυσμών στις αρχές του αιώνα μας από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία ο νεοελληνικός διαλεκτικός χώρος συρρικνώνεται και οι παλιές διάλεκτοι σπάνια επιβιώνουν, όπως λ,χ, η Ποντιακή. Σήμερα με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού μας οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα τείνουν να εξαφανιστούν. Κατά τη μεσαιωνική και νεότερη περίοδο διαμορφώνονται οι λεγόμενες κοινές των μεγάλων αστικών κέντρων. Περισσότερο απτά δείγματα έχουμε από την Πολίτικη κοινή, που διαμορφώθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια και επιβίωσε πιθανότατα ώς τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας και δέχτηκε τις επιδράσεις του αλλοδαπού πληθυσμού της Πόλης, όπως συνέβη και με την Αθηναϊκή κοινή των κλασικών χρόνων, της οποίας η λαϊκή βάση διαμορφώθηκε όχι μόνον από ντόπιους Αθηναίους, αλλά και από άλλους Έλληνες και πολλούς αλλοδαπούς που παρεπιδημούσαν στην Αθήνα, όπως απέδειξε ο Ρ. Kretschmer. Τα πολίτικα, η νεότερη κοινή της Πόλης του 19ου αι., βασίστηκαν στη λαϊκή γλώσσα και ενσωμάτωσαν πολλές ξένες (δuτικοευρωπαϊκές και ιδίως τουρκικές) λέξεις. Σημαντική είναι ακόμη η κοινή της κρητικής λογοτεχνίας, που βασίστηκε στο κρητικό ιδίωμα και εξελίχθηκε σε πλούσια γλώσσα με πολλές εκφραστικές δυνατότητες, η οποία με ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε ίσως να καθιερωθεί ως πανελλήνιο γλωσσικό όργανο. Στενά δεμένο με την ιστορία της Ελληνικής γλώσσας είναι το δημοτικό τραγούδι ως έντεχνο λαϊκό είδος του προφορικού λόγου. Ο ρόλος του δημοτικού τραγουδιού ήταν σημαντικός στην επικράτηση του δημοτικισμού και τη διαμόρφωση της ποιητικής γλώσσας στον τόπο μας. Η θέση του Fauriel ότι η γλώσσα του δημοτικού τραγoυδιού «είναι ομαλή και ορισμένη, μια και ομοιογενής», βρήκε θερμούς υποστηρικτές στον Σολωμό, τον Ροΐδη και τους δημοτικιστές. Τα κύρια χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού είναι η συχνή χρήση του ρήματος, η παράταξη, ο ευθύς λόγος και ο διάλογος. Οι στερεοτυπικές του εκφράσεις διατυπώνουν ένα νόημα με συντομία και ακρίβεια.
Η κρητική λογοτεχνία ξεκινώντας από την πρώτη ακμή του 15ου αι. με διδακτικά κυρίως κείμενα φτάνει στο αποκορύφωμά της τον 16ο και 17ο αι. με τη δημιουργία αξιόλογων έργων που καλύπτουν ολόκληρη ποικιλία θεατρικών ειδών: ποιμενικό ειδύλλιο, τραγωδία, κωμωδία, θρησκευτικό δράμα, ιντερμέδιο. Η γλώσσα των έργων της ώριμης αυτής περιόδου είναι το ντόπιο κρητικό ιδίωμα με περιορισμένα τα ιταλικά και βενετσιάνικα δάνεια, που εμφανίζονται έντονα στα έργα της πρώτης περιόδου. Η υψηλή ποιότητα και η ομοιογενής γλώσσα των έργων αυτών μας επιτρέπει να μιλούμε για μια κοινή της κρητικής λογοτεχνίας, που διαδίδεται και έξω από τα όρια της Κρήτης.
Το δεύτερο μισό του 15ου αι. οριοθετεί τις αρχές της δημώδους νεοελληνικής πεζογραφίας με την εμφάνιση κειμένων σε απλή λαϊκή γλώσσα θρησκευτικού και ηθικοδιδακτικού περιεχομένου και τη διαπίστωση της ανάγκης να γίνεται το κήρυγμα στην εκκλησία στη δημώδη γλώσσα, που πρώτος εφάρμοσε ο κρητικός ιερωμένος Ναθαναήλ Mπέρτoς, προφανώς επηρεασμένος από την πρακτική του καθολικισμού. Τον 16ο αι διευρύνεται η χρήση της δημώδους γλώσσας και περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά γνωστών αφηγηματικών ψυχωφελών έργων. Εκατοντάδες τέτοια κείμενα, -τα περισσoτερα αγνοούνται ή είναι ακόμη ανέκδοτα- απαρτίζουν έναν γραμματειακό χώρο που δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς. Κατά τον Ν. Παναγιωτάκη στα κείμενα αυτής της κατηγορίας πρέπει να αναζητηθoύν οι απαρxές της νεοελληνικής πεζογραφίας και όxι στον Μακρυγιάννη: Κατά τον 17ο και 18ο αι. κυκλοφορούν πολλά λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία ή αναγνώσματα, που εκδίδονται στα μεγάλα κέντρα της τυπογραφίας (Βενετία, Βιέννη) και κατακλύζουν oλόκληρη την Aνατολή. Συνέβαλαν στη διάδοση αριστουργημάτων αλλά και μέτριων έργων, και διέσωσαν ένα μέρος της υστερομεσαιωνικής δημώδoυς λoγoτεχνίας. Η γλώσσα τους, που περιλαμβάνει όλες τις γλωσσικές μoρφές, εκπροσωπεί τη λογοτεχνική κοινή της τουρκοκρατίας. Οι αυξημένοι κατά περίmωση ξενισμοί απομακρύνονται κατά τον 18ο αι. με έναν μη συστηματικό καθαρισμό, σύμφωνα με το γλωσσικό κριτήριο λογίων του Φαναριού και του Κοραή.
Η γλώσσα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ώς τον 17ο αι. είναι η αρχαΐζουσα βυζαντινή, τα κρούσματα όμως αμαθείας ανάμεσα στους κληρικούς του Πατριαρχείου δεν ήταν λίγα. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και η λαϊκή γλώσσα. Γενικά η χρήση της αρχαΐζουσας ή της απλής γλώσσας υπαγορευόταν από τις περιστάσεις επικοινωνίας. Οι λόγιοι του Φαναριού χρησιμοποιούν μιαν απλούστερη προφορική γλώσσα, προς την οποία επιχειρούν να ευθυγραμμίσουν τον γραπτό λόγο ο Δ. Καταρτζής και ο Α. Χριστόπουλος. Ωστόσο, «τα ρωμαίικα», δηλαδή η απλή, φυσική γλώσσα του Καταρτζή συνάντησε τέτοια αντίδραση, που τον εξανάγκασε να εκθέσει τα θεωρητικά επιχειρήματα για τη φυσική γλώσσα σε γλώσσα διορθωμένη, που ο ίδιος ονομάζει «αιρετή». Εξάλλου και ο Χριστόπουλος, που με την αιολοδωρική θεωρία του πίστευε ότι η νεότερη γλώσσα διέθετε πιστοποιητικά παλαιότητας εφάμιλλα του αττικισμού, χρησιμοποίησε αργότερα καθαρεύον ύφος.
Τα σχολεία την περίοδο αυτή είναι διαβαθμισμένα σε κοινά (της στοιχειώδους παιδείας) και των εγκυκλίων γραμμάτων, ελληνιστικός θεσμός που μέσω του Βυζαντίου επιβίωσε ώς και τα χρόνια του Καποδίστρια. Κύρια αποστολή των σχολείων αποτελεί η διδασκαλία της επίσημης γλώσσας, δηλαδή της Αρχαίας Ελληνικής. Στα κοινά σχολεία διδάσκεται η Όκτώηχος, το Ψαλτήρι και άλλα λειτουργικά βιβλία, με κύριο στόχο την κατάρτιση ψαλτών και παπάδων. Στα σχολεία των εγκυκλίων γραμμάτων διδάσκονται στην αρχή της περιόδου αυτής οι αρχαίοι ποιητές και στο τέλος κυριαρχούν οι αρχαίοι ρήτορες. Τα αρχαία κείμενα αντιμετωπίζονται φορμαλιστικά με ερμηνευτικές μεθόδους την «ψυχαγωγία» και τη «θεματογραφία», που αντιστοιχούν στο σημερινό ευθύ και αντίστροφο θέμα στα οποία εξετάζονται οι φοιτητές της φιλολογίας. Αυτά συμβαίνουν στο επίσημο σχολείο. Η μορφή όμως του γραπτού λόγου συνήθως εξαρτάται από τις επικοινωνιακές ανάγκες.
Οι Έλληνες λόγιοι που επιδιώκουν να μορφώσουν τους απαίδευτους ομοεθνείς τους είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν την απλή λαϊκή γλώσσα. Όσοι όμως απευθύνουν τα έργα τους στους συναδέλφους της Δύσης, που κατανοούσαν την Ελληνική μόνο στην αρχαία της μορφή, έγραφαν αναγκαστικά σε αρχαία ή αρχαΐζουσα γλώσσα. Έτσι γράφτηκαν σε αρχαιοπρεπή γλώσσα επιστολές, εκκλησιαστικά έγγραφα, πρόλογοι σε εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Περισσότερο πιστά στα αρχαία πρότυπα ήταν τα στιχουργήματα, των οποίων το είδος (ωδή, ύμνος, επίγραμμα, κλπ.) καθόριζε τόσο τη μετρική μορφή όσο και τη διαλεκτική επένδυση (Αττική, Δωρική, Αιολική διάλεκτος). Οι σημαντικότεροι ανάμεσά τους είναι ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Θ. Γαζής, ο Κ. Λάσκαρις, ο Ιανός Λάσκαρις, ο εκδότης Μ. Μουσούρος, κ.ά. Αλλά και ξένοι λόγιοι της Δύσης, όπως ο Ολλανδός Έρασμος, ο Γάλλος νομομαθής Budé, ο Γερμανός Μ. Crusius, ο Άγγλος ποιητής John Milton και πολλοί άλλοι, έγραψαν ευκαιριακά στην Ελληνική, ώστε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Ελληνική από τον 15ο ώς τον 18ο αι. αποκτά για μιαν ακόμη φορά διεθνικό χαρακτήρα.
Οι αρχές του γλωσσικού ζητήματος στη νεότερη εποχή τοποθετούνται στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο ελληνισμός προσπαθεί να διαμορφώσει γλωσσικό όργανο που θα του επιτρέψει να πλησιάσει τα πολιτιστικά επιτεύγματα της Δύσης. Υποκινητής του ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρις, που πίστευε ότι τα υψηλά φιλοσοφικά νοήματα μόνον η αρχαία γλώσσα μπορούσε να αποδώσει με ακρίβεια. Ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς και ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος εμφανίζονται ως οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της φιλοσοφικής ανανέωσης, που συνδέεται με τις νεοτεριστικές ιδέες και τον Διαφωτισμό, με γλωσσικό όμως όργανο την αρχαία γλώσσα. Αρχαϊστικές αντιλήψεις για τη γλώσσα είχαν ο Στέφανος Κομμητάς, ο Λάμπρος Φωτιάδης και ο Νεόφυτος Δούκας. Με το μέρος της απλής φυσικής γλώσσας είχαν ταχθεί ο μαθητής του Βούλγαρι Ιώσηπος Μοισιόδαξ και ο Δημήτριος Καταρτζής. Συντηρητικότερες αντιλήψεις για τη γλώσσα είχε ο Νικηφόρος Θεοτόκης, που προτιμά μια γλωσσική μορφή που πλησιάζει την αρχαία και ο ίδιος ονόμασε «καθαρεύουσα». Μια έντονη γλωσσική αρχαιολατρία παρουσιάζεται τις παραμονές της Επανάστασης του 1821. Οι Έλληνες εξελληνίζουν τα τοπωνύμια και δίνουν στα παιδιά τους αρχαιοελληνικά ονόματα, γεγονός στο οποίο αντιδρά η Εκκλησία. Στα ελληνικά σχολεία της Μ. Ασίας οι μαθητές εκφωνούν χωρία αρχαίων συγγραφέων και ανεβάζουν αρχαίες τραγωδίες. Το κύμα αρχαιολατρίας αγκαλιάζει ακόμη πολλές πλευρές της κοινωνικής ζωής (ενδυμασία, αρχιτεκτονική, θέατρο, ζωγραφική). Η τάση είναι προσωρινή και καταλαγιάζει αργότερα.
Η ανακάλυψη της μητρικής γλώσσας, μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής περιφρόνησης της ζωντανής γλώσσας, συνδέεται με τον Κερκυραίο Νικόλαο Σοφιανό, παπά στη Βενετία, που κηρύσσει τα δίκαιά της και γράφει την πρώτη νεοελληνική γραμματική (1540), που δημοσιεύεται για πρώτη φορά πολύ αργότερα (1870) από τον É. Legrand. Ο Ιωάννης Βηλαράς και ο Αθανάσιος Ψαλίδας θα αποτελέσουν αργότερα τους δύο βασικούς εκπροσώπους του «ελλαδικού δημoτικισμού», που πρεσβεύει ότι η γλώσσα πρέπει να ορθογραφείται και να γράφεται όπως μιλιέται και εισηγείται τη φωνητική ορθογραφία. Η γλωσσική διακήρυξη του ελλαδικού δημοτικισμού, που θα τυπωνόταν στο Άμστερνταμ το 1821, με τίτλο «Γραφη Ρομεου προς Ρομεον για τη γλοσα τους», δεν είχε την τύχη να κυκλοφορήσει.
Κατευναστική των γλωσσικών εντάσεων ανάμεσα στους αρχαϊστές και τους οπαδούς της απλής φυσικής γλώσσας ήταν η εμφάνιση στο γλωσσικό πρoσκήνιo του Αδαμάντιου Κοραή, εισηγητή της «μέσης οδού». Οι Έλληνες όφειλαν, κατά τον Κοραή, να καλλιεργήσουν τη μητρική γλώσσα ως όργανο έκφρασης σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς τους. Η επιστροφή στην αρχαία γλώσσα ήταν αδύνατη. Η γλώσσα του λαού θα μπορούσε να καθαρισθεί από ξένες λέξεις και εκφράσεις και με κατάλληλo εμπλουτισμό της από την αρχαία γλωσσική παράδoση να ανεβεί ποιοτικά. Ο σημαντικότερος αντίπαλος του Koραή, ο Παναγιώτης Κοδρικάς, πίστευε ότι πρότυπο της γλώσσας, πoυ έπρεπε να καθαρισθεί από αρχαϊσμούς και ιδιωματισμούς, έπρεπε να είναι η Πολίτικη γλώσσα του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών, πράγμα που αντέκρουε με πείσμα ο Κοραής.
Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 180-187