Κατά την περίοδο της επικράτησης της Κοινής, την πολιτική υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη διαδέχεται η πολιτιστική της τρόπον τινά υποταγή στο Χριστιανισμό, η επικράτηση του οποίου αποτελεί τομή στην ιστορία των λαών της Μεσογείου και αργότερα ολόκληρης της Ευρώπης. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού πραγματοποιείται όταν έχει ήδη συντελεστεί η γλωσσική και πνευματική ενότητα της ανατολικής Μεσογείου. Με την ελληνική να είναι η πιο γνωστή γλώσσα και με ελληνικές φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές σε κάθε μεγάλη πόλη, ο ελληνικός πολιτισμός έχει επιβάλει την παρουσία του στους λαούς της Ανατολής.
Η νέα θρησκεία αρχικά προσέκρουσε στην αρχαιοελληνική αντίληψη της ζωής και του κόσμου, ενώ οι ειδωλολατρικές λατρευτικές συνήθειες των αρχαίων βρέθηκαν σε πλήρη αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός παρέπεμπε στις αρχές της στωικής φιλοσοφίας και στην εσωτερικότητα του πλατωνισμού, καθώς και σε μηνύματα όπως αυτοπειθαρχία και μετριοπάθεια, φιλανθρωπία, πραότητα και ευγένεια αισθημάτων - βασικές αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας. Συνδυάζοντας και τη μεγάλη θεολογική παράδοση του Ιουδαϊσμού, όπως την μετέφεραν ως τότε οι νόμοι και οι προφήτες, χριστιανισμός και ελληνισμός διέγραψαν μια κοινή πορεία, χωρίς ποτέ να εκλείψουν εντελώς οι αντιθέσεις.
Η Κοινή, λοιπόν, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. ήταν η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, γίνεται και η γλώσσα των ιερών κειμένων του Χριστιανισμού. Μάλιστα, τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, μαζί με τις επιγραφές και τους παπύρους, είναι οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την γλώσσα της περιόδου.
Η Αγία Γραφή, αποτελείται στο σύνολό της από 66 διαφορετικά βιβλία, ξεκινώντας από το βιβλίο της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης και φτάνοντας μέχρι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Ο όρος Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε από τους Χριστιανούς για να διακρίνει τις Ιουδαϊκές Γραφές από την Καινή Διαθήκη, η οποία περιλαμβάνει τη διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του.
Τα 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράστηκαν από τα ιουδαϊκά και τα αραμαϊκά στα ελληνικά, στο διάστημα από τις αρχές του 3ου έως και τον 1ο αιώνα π.Χ., στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η μετάφραση αυτή είναι γνωστή ως η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα (Ο’) επειδή, σύμφωνα με μία παράδοση, χωρίς ωστόσο ιστορική βάση, ο Πτολεμαίος ο Β’ ο Φιλάδελφος ανέθεσε τη μετάφραση του Ιουδαϊκού Νόμου σε 72 Ιουδαίους λογίους –έξι από κάθε φυλή, αριθμός που αργότερα στρογγυλοποιήθηκε– για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων της περιοχής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έργο πολλών μεταφραστών σε διαφορετικές εποχές, γεγονός που δικαιολογεί τη γλωσσική ανομοιομορφία της συλλογής. Κατά την περίοδο της επικράτησης της Κοινής, την πολιτική υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη διαδέχεται η πολιτιστική της τρόπον τινά υποταγή στο Χριστιανισμό, η επικράτηση του οποίου αποτελεί τομή στην ιστορία των λαών της Μεσογείου και αργότερα ολόκληρης της Ευρώπης. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού πραγματοποιείται όταν έχει ήδη συντελεστεί η γλωσσική και πνευματική ενότητα της ανατολικής Μεσογείου. Με την ελληνική να είναι η πιο γνωστή γλώσσα και με ελληνικές φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές σε κάθε μεγάλη πόλη, ο ελληνικός πολιτισμός έχει επιβάλει την παρουσία του στους λαούς της Ανατολής. Φύλλο του κώδικα Alexandrinus, ο οποίος περιλαμβάνει την Παλαιά Διαθήκη στη μετάφραση των Ο΄, την Καινή Διαθήκη (με μερικά κενά) και τις δύο επιστολές του Κλήμεντος Αλεξανδρέως. (Βρετανικό Μουσείο). Η νέα θρησκεία αρχικά προσέκρουσε στην αρχαιοελληνική αντίληψη της ζωής και του κόσμου, ενώ οι ειδωλολατρικές λατρευτικές συνήθειες των αρχαίων βρέθηκαν σε πλήρη αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός παρέπεμπε στις αρχές της στωικής φιλοσοφίας και στην εσωτερικότητα του πλατωνισμού, καθώς και σε μηνύματα όπως αυτοπειθαρχία και μετριοπάθεια, φιλανθρωπία, πραότητα και ευγένεια αισθημάτων - βασικές αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας. Συνδυάζοντας και τη μεγάλη θεολογική παράδοση του Ιουδαϊσμού, όπως την μετέφεραν ως τότε οι νόμοι και οι προφήτες, χριστιανισμός και ελληνισμός διέγραψαν μια κοινή πορεία, χωρίς ποτέ να εκλείψουν εντελώς οι αντιθέσεις. Η Κοινή, λοιπόν, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. ήταν η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, γίνεται και η γλώσσα των ιερών κειμένων του Χριστιανισμού. Μάλιστα, τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, μαζί με τις επιγραφές και τους παπύρους, είναι οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την γλώσσα της περιόδου. Ο προφήτης Ιωνάς και το κήτος. Μικρογραφία από εβραϊκό χειρόγραφο που φιλοτεχνήθηκε στην Ισπανία τον 15ο αιώνα.Η Αγία Γραφή, αποτελείται στο σύνολό της από 66 διαφορετικά βιβλία, ξεκινώντας από το βιβλίο της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης και φτάνοντας μέχρι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Ο όρος Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε από τους Χριστιανούς για να διακρίνει τις Ιουδαϊκές Γραφές από την Καινή Διαθήκη, η οποία περιλαμβάνει τη διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του. Τα 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράστηκαν από τα ιουδαϊκά και τα αραμαϊκά στα ελληνικά, στο διάστημα από τις αρχές του 3ου έως και τον 1ο αιώνα π.Χ., στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η μετάφραση αυτή είναι γνωστή ως η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα (Ο’) επειδή, σύμφωνα με μία παράδοση, χωρίς ωστόσο ιστορική βάση, ο Πτολεμαίος ο Β’ ο Φιλάδελφος ανέθεσε τη μετάφραση του Ιουδαϊκού Νόμου σε 72 Ιουδαίους λογίους –έξι από κάθε φυλή, αριθμός που αργότερα στρογγυλοποιήθηκε– για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων της περιοχής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έργο πολλών μεταφραστών σε διαφορετικές εποχές, γεγονός που δικαιολογεί τη γλωσσική ανομοιομορφία της συλλογής. Η αρχή από το βιβλίο της 'Γενέσεως'(I, 1-2) στη μετάφραση των Ο΄ (Κώδ. Alexandrinus Α., 5ος αι.). Ομοίως, υφολογική ανομοιογένεια παρουσιάζουν και τα κείμενα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης, τα οποία γράφτηκαν απ’ ευθείας στα ελληνικά, με εμφανείς ωστόσο σημιτικές επιδράσεις. Οι αραμαϊσμοί και οι εβραϊσμοί θα μπορούσαν να οφείλονται είτε στη διγλωσσία των συγγραφέων είτε στη συνειδητή τους προσπάθεια να μιμηθούν τη γλώσσα των εβδομήκοντα. Από τα Ευαγγέλια και γενικά την Καινή Διαθήκη δεν λείπουν οι αττικισμοί, οι λατινικές λέξεις και οι νεολογισμοί.
Ομοίως, υφολογική ανομοιογένεια παρουσιάζουν και τα κείμενα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης, τα οποία γράφτηκαν απ’ ευθείας στα ελληνικά, με εμφανείς ωστόσο σημιτικές επιδράσεις. Οι αραμαϊσμοί και οι εβραϊσμοί θα μπορούσαν να οφείλονται είτε στη διγλωσσία των συγγραφέων είτε στη συνειδητή τους προσπάθεια να μιμηθούν τη γλώσσα των εβδομήκοντα. Από τα Ευαγγέλια και γενικά την Καινή Διαθήκη δεν λείπουν οι αττικισμοί, οι λατινικές λέξεις και οι νεολογισμοί.