Ήδη από τον 12ο αιώνα οι ταξιδιώτες στους δρόμους και τις πόλεις της Ανατολής έβρισκαν καταφύγιο στα παραδοσιακά χάνια. Αυτά βρίσκονταν συνήθως στις παρυφές του κέντρου κάθε αγοράς ή πάνω στους μεγάλους οδικούς κόμβους και ήταν το είδος καταλύματος, που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι έμποροι. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, δεν υπήρχαν χάνια στην Αττική και στην Αθήνα, όπως μας ενημερώνουν οι ξένοι περιηγητές.
Το 1670 ο Εβλιά Τσελεμπή[1], που ταξιδεύει στην Αθήνα, σημειώνει ότι η πόλη διαθέτει δύο εμπορικά χάνια[2] -αναφέροντας ως κύριο χαρακτηριστικό τους την ύπαρξη πηγαδιού μέσα στην αυλή τους- και εκατόν πέντε μαγαζιά: «Έχει εν όλω δύο ξενώνας εμπόρων»[3].
Έτσι λοιπόν μέχρι τότε οι ξένοι περιηγητές κατά την επίσκεψή τους στην Αττική διέμεναν ως φιλοξενούμενοι επιφανών κατοίκων της Αθήνας σε ιδιωτικές κατοικίες, σε πρόχειρα χάνια, σε ερειπωμένα σπίτια, ή προτιμούσαν τη φιλοξενία του αττικού ουρανού, που ήταν και η προτιμότερη, τις ξάστερες καλοκαιρινές νύχτες.
Τα πρώτα καλύτερα οργανωμένα χάνια εμφανίζονται στην Αθήνα το 1813. Σχηματίζονταν από ένα τετράπλευρο κτίσμα που στο κέντρο του είχε εσωτερική αυλή για το σταβλισμό των ζώων, ενώ η παρουσία πηγαδιού ήταν απαραίτητο τμήμα τους. Στον όροφο γύρω γύρω ήταν τα δωμάτια και η κατοικία του ιδιοκτήτη. Το χαγιάτι που τριγύριζε τον όροφο, με θέα στην αυλή, ήταν το σημείο, όπου οι χώροι αυτοί επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Σε αυτά οι ταξιδιώτες, έναντι αμοιβής, έβρισκαν κατάλυμα, τροφή και στάβλους για τα άλογά τους.
Μετά την επανάσταση ο πληθυσμός της Αθήνας άρχισε να αυξάνεται ραγδαία κι ο εφοδιασμός της αγοράς να γίνεται με ρυθμό εντατικό. Έτσι το 1827 υπήρχαν στην Αθήνα τριάντα χάνια και πανδοχεία. Εκεί ξαποσταίνουν οι έμποροι μέχρι να τελειώσουν τις δουλειές τους και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Οι απαιτήσεις τους και οι αντίστοιχες ανέσεις[4], που τους προσφέρονταν, περιορίζονταν στο ελάχιστο.
Έτσι μέχρι το 1832 τα χάνια, τα πανδοχεία και οι λοκάντες της Αθήνας, που εξυπηρετούσαν τους ξένους περιηγητές, ταξιδιώτες και εμπόρους προσέφεραν «υποτυπώδες φαγητό, χώρο για ύπνο, χώρο για τα ζωντανά και την πραμάτειά τους σε πολύ οικονομικές τιμές. Κι εδώ οι ταξιδιώται έφερον μεθ’ εαυτών τον κραββάτον των»[5]. Με άλλα λόγια κουρελούδες και κουβέρτες για στρωματσάδα στο πάτωμα.
Με τον καιρό τα παραδοσιακά χάνια κλείνουν ή μετατρέπονται σε ξενοδοχεία. Στις παρυφές της πόλης, στους εμπορικούς άξονες, σε απομακρυσμένες περιοχές και στην επαρχία τα χάνια εξακολουθούν να λειτουργούν, αναβαθμίζοντας σταδιακά τις παροχές τους.
Χάνι την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. Πηγή: Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη (Με το βλέμμα των περιηγητών)
Πηγές
Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
Ταξίδι στην Ελλάδα / Εβλια Τσελέμπι, [Αθήνα]: Εκάτη, 1991.
Η Αθήνα των ανωνύμων: περιήγηση στα πλατώματα, τους μαχαλάδες και τις γειτονιές της Παλιάς Αθήνας / Λίζα Μιχελή. Αθήνα: Δρώμενα, 1990.
Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα / Ματούλα Χ. Σκαλτσά. Θεσσαλονίκη,1983.
Η Ξενοδοχία παρ΄Ελλλήσιν / Ν.Λέκκα – Αθήνα: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, 1924.
Τυπική μορφή και λειτουργία ξενοδοχείων / Μελέτης Γκιόκας. Ψηφιακό αρχείο.
Άλλες πηγές
Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη
Σημειώσεις
[1] Ή Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1682).
[2] Ταξίδι στην Ελλάδα / Εβλια Τσελέμπι, [Αθήνα]: Εκάτη, 1991, σελ. 179-180.
[3] Η Αθήνα των ανωνύμων: περιήγηση στα πλατώματα, τους μαχαλάδες και τις γειτονιές της Παλιάς Αθήνας / Λίζα Μιχελή. Αθήνα: Δρώμενα, 1990, σελ. 67.
[4]Χώρος στο πάτωμα για να κοιμηθούν.
[5] Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα / Ματούλα Χ. Σκαλτσά, 1983, σελ. 125.