Τοπογραφικά η οδός Ερμού ή Ερμαϊκή οδός τοποθετείται βορείως του Λόφου της Ακρόπολης, συνδέοντας τα Παλαιά Ανάκτορα[1] με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο στο Θησείο, την Πλατεία Ασωμάτων και φτάνει μέχρι την οδό Πειραιώς. Καταλήγει δηλαδή στην παλιά βιομηχανική ζώνη της Αθήνας, την σημερινή Τεχνόπολη (Γκάζι). Στο μέσον της οδού βρίσκεται η πλατεία του Μοναστηρακίου και λίγο πριν ο βυζαντινός Ναός της Καπνικαρέας. Η Ερμού διαπερνά τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, ενώ χωρίζει τους παραδοσιακούς οικισμούς της Πλάκας, του Ψυρρή και του Θησείου.
Τον 18ο αιώνα η οδός Ερμού, που δεν λεγόταν βέβαια έτσι, ήταν ένα μονοπάτι. Την περίοδο των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας ήταν ένας υπαρκτός, στενός δρόμος και σε πάρα πολλά σημεία του, οι κατοικίες ενώνονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας πολλές στοές.
Το μονοπάτι που αργότερα έγινε η Ερμού. Λιθογραφία του 18ου αιώνα. Πηγή: Οδός Ερμου / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ
Ο δρόμος δίπλα από την Παντάνασσα το 1818, δηλαδή η οδός Ερμού αργότερα. Χαλυβογραφία του I.W. Page. Πηγή: Οδός Ερμου / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ
Μετά την απελευθέρωση, η οδός Ερμού ήταν ο μοναδικός δρόμος της Αθήνας. Γύρω στο 1833, ο Χριστόφορος Νέζερ, αναφέρει ότι κάποιος δρόμος υπήρχε κοντά στο ναό της Καπνικαρέας, εννοώντας φυσικά την μετέπειτα οδό Ερμού, που τότε την έκοβε στα δύο μια γέρικη χουρμαδιά και δίπλα από αυτήν υπήρχε ένα χάνι, το «Χάνι της Χουρμαδιάς». Η χουρμαδιά εικάζεται ότι βρισκόταν μεταξύ των οδών Αγίας Θέκλας και Μιαούλη στο ύψος της Ερμού. Τα πρώτα νέα αρχοντικά που χτίστηκαν ήταν οι οικίες του Λουκά Πύρρου και του Ιωάννη Κονιάρη, οι οποίες βρίσκονταν στη βόρεια πλευρά της Ερμού, απέναντι από την πρόσοψη της Καπνικαρέας. Εκεί κοντά επίσης χτίστηκαν οι κατοικίες του Λάζαρου Γιούρδη και του Κόντε Μποτσάρι. Ο τελευταίος μάλιστα προκάλεσε αντιδράσεις στον Τύπο και στους Αθηναίους, καθώς για την ανέγερση του αρχοντικού του αφαίρεσε γωνιολίθους από την εκκλησία της Καπνικαρέας. Τα αρχοντικά αυτά, μετά την άφιξη του Όθωνα στην Αθήνα, στέγασαν δημόσιες υπηρεσίες, ενώ κάποια υπήρξαν οι έδρες των υπουργείων Εσωτερικών και Εκκλησιαστικών.
Η οδός Ερμού ήταν από τους πρώτους δρόμους που σχεδιάστηκαν στην Αθήνα και ένας από τους βασικούς άξονες του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου της πόλης, που συνέταξαν οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ το 1833. Ουσιαστικά σχεδιάστηκε, πέρα από την αίγλη που της προσέφεραν οι αρχαιότητες, για να γίνει ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της πόλης και να συγκεντρώσει καταστήματα και υπηρεσίες, που είχε ανάγκη η Αθήνα, προκειμένου να συγκροτηθεί ως πρωτεύουσα της σύγχρονης εποχής. Λίγο καιρό αργότερα δόθηκε και στον δρόμο το όνομα του θεού του εμπορίου, Ερμή, όχι βέβαια τυχαία.
Ένα χρόνο μετά, ο γάλλος περιηγητής Θωμάς Αμπέ-Γκρασσέ επιβεβαιώνει ότι η οδός Ερμού ήταν ο μοναδικός δρόμος της Αθήνας: «την πόλιν αποτελεί και μία οδός. Η οδός στενή και αμβλεία η αρχόμενη από τον αρχαίον και ανεπίγραφον τάφον τον ευρισκόμενον πλησίον του ναού του Αγίου Φιλίππου μέχρι του τουρκικού τζαμιού, τον οποίο προανέφερα. Εις τον δρόμον τούτον υπάρχουν σχετικώς τα καλλίτερα καταστήματα δύο ή τρία τον αριθμόν και δύο οικίαι, εν ταις οποίαις πρόκειται να εγκαταστώσι τα υπουργεία του νέου κράτους […]»[2].
Με κατεύθυνση από την Ανατολή προς τη Δύση, η οδός Ερμού, με μήκος 1300 μέτρα και πλάτος 10, έτεμνε κατά μήκος την παλιά πόλη της Αθήνας. Τελικά, άρχισε να φτιάχνεται το 1834, μετά την κατασκευή της οδού Αδριανού, που τότε ήταν η αγορά της πόλης και ταυτόχρονα με τις οδούς Αθηνάς και Αιόλου. Τότε η Ερμού ήταν ακόμη ένας χωματόδρομος, γεμάτος βράχους και σε όλο της το μήκος είχε περίπου δέκα σπίτια και ένα γερμανικό καφενείο το Gruner Baum. Η θέση της όμως την μετέτρεψε στον πιο καθοριστικό εμπορικό δρόμο της νέας πρωτεύουσας. Το τέρμα της άμαξας, που ερχόταν από τον Πειραιά, ήταν στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου και ήταν το πιο κεντρικό σημείο της πόλης έχοντας την μεγαλύτερη κίνηση εκείνη την εποχή.
Σε σύγκριση με τους δρομίσκους που υπήρχαν τριγύρω, η οδός Ερμού ονομαζόταν ο «μεγάλος δρόμος», ενώ, ήδη από το 1835, ως κύρια οδός της νέα πρωτεύουσας, άρχισε να διαπλατύνεται σταδιακά κι έτσι έγιναν απαλλοτριώσεις σπιτιών. Στους πλούσιους ιδιοκτήτες δόθηκαν οικόπεδα στη Σταδίου, ενώ οι φτωχοί δεν πήραν σχεδόν καμμιά αποζημίωση.
Κατάλογος ονομάτων (1834) των ιδιοκτητών και τα χρηματικά ποσά που έλαβαν για την απαλλοτρίωση των οικοπέδων από τη χάραξη στην οδό Ερμού. Πηγή: Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ο.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Στην Ερμού άνοιξαν τα πρώτα καταστήματα, όπου η βασίλισσα Αμαλία εύρισκε ό,τι και στα ανάλογα καταστήματα των γερμανικών πόλεων. Απέκτησε αρχοντικές οικίες που στέγαζαν δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία, καλλωπίστηκε, πλημμύρισε άμαξες κάθε είδους και αναδείχθηκε σε εμπορικό δρόμο με καταστήματα τροφίμων, σιδεράδικα, ραφτάδικα, και τσαρουχάδικα, όπου έξυπνοι και ευγενικοί έμποροι έστησαν εκεί με αισιοδοξία και αξιοπρέπεια επιχειρήσεις, κάποιες από τις οποίες διατηρούνται ακόμα και σήμερα από τα εγγόνια τους. Φοιτητές, αγωνιστές, πλούσιοι και φτωχοί γέμιζαν τα πολυάριθμα καφενεία. Ενώ δεν χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να της δοθεί από τους Βαυαρούς το παρατσούκλι, η οδός της «τρυφηλής ασωτίας», προσπαθώντας έτσι να περιγράψει την εικόνα του κόσμου, τα πολυτελή εμπορικά καταστήματα της εποχής αλλά και τα παντοπωλεία μαζί με τα μπακάλικα[3] να μοιράζονται τον ίδιο δρόμο.
Το 1840 ο δήμαρχος Αθηναίων Κ.Δ. Καλλιφρονάς αναφέρει σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθηνά, στις 6 Ιουλίου του 1840, ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του, μόνο στην οδό Ερμού πραγματοποιήθηκε καλλωπισμός στο μέρος του δρόμου που κινούνται τα άλογα και οι άμαξες. Σημειώνει ότι στο μεγαλύτερο μέρος του δρόμου δεν υπήρχαν πεζοδρόμια, καθώς η κατασκευή τους ήταν πολυδάπανη και τα έξοδα αναλάμβαναν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων.
Το 1842, ο J.A. Buchon παρατηρεί ότι η Ερμού χωρίζει την πόλη σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα με τα παλιά σπίτια, τους παλιούς δρόμους, τα παλιά παζάρια και το άλλο με τις νέες συνοικίες, τα καφενεία, τα σπίτια του συρμού, τον πλούτο, τους διπλωμάτες, την Αυλή.
Σύμφωνα με το ψήφισμα της 15ης Μαΐου του 1856, τα κτήρια έπρεπε να έχουν ισόγειο και ανώτερο πάτωμα, «να σχηματίζουν συνεχή και αδιάκοπο και τα σχέδια να υποβάλλονται στην εξέταση του γεωμέτρη της πόλης και στην αναθεώρηση και έγκριση του μηχανικού του νόμου»[4].
Η Ερμού ήταν ανέκαθεν πόλος έλξης του γυναικείου πληθυσμού και στο βιβλίο του για την Αθήνα του 1850, ο Μπάμπης Άννινος θα γράψει σχετικά: «Η ζωή της πόλεως κατά την ημέραν έσφυζεν, ιδίως περί την διασταύρωσιν των δύο κεντρικών οδών Αιόλου και Ερμού. Εις αυτάς προ πάντων ευρίσκοντο τα διάφορα εμπορικά καταστήματα, οπόθεν άρρενες και θήλεις επρομηθεύοντο τα χρειώδη. Αλλά ταύτα δεν ήσαν αποκλειστικώς αποθήκαι υφασμάτων και κοσμημάτων και σκευών και ειδών πολυτελείας. Δύναμαι να βεβαιώσω εξ ιδίας αντιλήψεως ότι εις το ανώτερον τμήμα της οδού Ερμού, το από της Καπνικαρέας μέχρι της πλατείας του Συντάγματος, εκεί όπου σήμερον δεσπόζει το κράτος της κομψής αμφιέσεως και όπου το αιωνίως φιλάρεσκον θήλυ πορεύεται εις το καθημερινόν προσκύνημα των ιδιοτροπιών του συρμού, υπήρχον ακόμη μέχρι προ πεντήκοντα και έλαττον ίσως ετών, μεταξύ άλλων εργαστηρίων και πρατηρίων και δύο τρία παντοπωλεία, εις τα πρόθυρα των οποίων το ρυπαρόν μπακαλόπουλον διελάλει -τι βεβήλωσις αλήθεια!– τις μοσχομυρωδάτες σαρδέλλες!»[5] Προφανώς ο συγγραφέας έχει κατά νου το μαγαζί του έντιμου μεγαλομπακάλη της Ερμού, Σταμάτη Κουζουλούδη, που εθεωρείτο «κοσμητής της αγοράς». Ο χαρακτηρισμός «έντιμος» είχε εκείνη την εποχή μεγαλύτερη σημασία από το «μεγαλομπακάλης».
Η οδός Ερμού το 1870 περίπου. Πηγή: Η Αθήνα μέσα στο χρόνο (FB)
Πέρα από την Καπνικαρέα και ως την οδό Αιόλου είχαν ανοίξει πολλά κουρεία. Οι κουρείς κρεμούσαν έξω από τα μαγαζιά τους λευκές πετσέτες και χάλκινες λεκάνες, τα «εμβλήματα» της τέχνης τους. Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου βρισκόταν το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», ένα από τα σημαντικά κέντρα της πρωτεύουσας, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η αίθουσα του σφαιριστηρίου του λειτούργησε ως το πρώτο χρηματιστήριο των Αθηνών. Από το ύψος της οδού Αιόλου και ως το Μοναστηράκι υπήρχαν μερικά υαλοπωλεία και λαϊκά ζαχαροπλαστεία. Επί της οδού Αθηνάς ήταν ο σταθμός των αμαξών και, σε μικρή απόσταση προς τους Αγίους Ασωμάτους, το περίφημο «Χάνι του Τζαμτζή», όπου κατέλυαν με τα υποζύγιά τους οι αγρότες που έρχονταν από τα γύρω χωριά.
Το 1857 έγινε και η χάραξη της Ερμού από το σταθμό του Θησείου, που τότε περίπου άρχισε να κατασκευάζεται μαζί με το εργοστάσιο Φωταερίου –το γνωστό σε όλους μας Γκάζι– ως την διασταύρωσή της με την οδό Πειραιώς. Μέχρι τότε ο φωτισμός των δρόμων της πόλης γινόταν με φανάρια. Την ίδια χρονιά ο Μιχαήλ Τοσίτσας δώρισε στον Δήμο Αθηναίων το ποσό των 50.000 φράγκων για έργα οδοποιίας και αμέσως ξεκίνησε η οδόστρωση της Ερμού.
Η χειρόγραφη απόφαση του Όθωνα για την λιθόστρωση της Ερμού. Πηγή: Γενικά Αρχεια του κράτους, Οδός Ερμου / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Το 1859 - 1860 αποφασίζεται από το κράτος η πλακόστρωση των πεζοδρομίων των οδών Αιόλου και Ερμού, με έξοδα των παρόδιων ιδιοκτητών «αναλόγως της ιδιοκτησίας ενός εκάστου»[6]. Σχετικά με το θέμα αυτό εντοπίζεται ο παρακάτω σχολιασμός στον ημερήσιο Τύπο της εποχής: «Αι οδοί Αιόλου και Ερμού κατήντησαν αδιάβατοι, ένεκα των επισκευαζομένων πεζοδρομίων. Εις αμφοτέρας δε βλέπει τις καθ’ όλον το μήκος ή τάφρους ανεωγμένους και λίθους εσωρευμένους και εμποδίζοντας την διάβασιν παντός ανθρώπου, ιδίως των Κυρίων, αίτινες δεν δύνανται μετά του κρινολίνου των να εισέλθουν εις εμπορικόν κατάστημα και αναθεματίζουν χιλιάκις την ώραν, τους αιτίους του κακού τούτου. Ουχ ήττον δε και οι έμποροι, των οποίων η ζημιά υπήρξεν εκ τούτου ου μικρά. Και αν εβλέπαμεν τας οδούς αυτάς διορθουμένας σ’ το διάβολο! Δυστυχώς όμως το αριστερόν πεζοδρόμιον κατέστησαν τοιούτο οι μηχανικοί μας, ώστε ούτε ποντικοί δεν δύνανται να διαβώσι. Πάντοτε θα τα κάμνωμεν όλα στραβά και ανάποδα».[7]
Το 1862 ξεκινά ο φωτισμός των δρόμων της πόλης με φωταέριο.
Το 1869, η διαπλάτυνση της Ερμού από 10 σε 15 μέτρα δεν έχει πραγματοποιηθεί καθώς ο δήμος αδυνατεί να καταβάλει τις αποζημιώσεις και οι ιδιοκτήτες των ακινήτων συνεχίζουν να ασκούν πιέσεις, ώστε αυτή να μην πραγματοποιηθεί. Τελικά ο Δήμος δεν υποχώρησε στην απόφασή του και το 1873 έδωσε τις αποζημιώσεις και τελικά πραγματοποιήθηκε η διαπλάτυνση του δρόμου ως την συμβολή της με την οδό Αθηνάς. Ωστόσο, ο αρχικός σχεδιασμός ήταν η διαπλάτυνση να φτάσει τα 20 μέτρα. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε κάποια στιγμή, αλλά σταμάτησε μέχρι το ύψος της οδού Βουλής, εξαιτίας των αντιδράσεων των ιδιοκτητών οικοπέδων και ακινήτων. Από τότε ο δρόμος έχει τη σημερινή του μορφή και, μάλιστα, μέχρι το ύψος της οδού Βουλής η Ερμού είναι πιο φαρδιά, ενώ από εκεί και πέρα στενεύει κατά 5 μέτρα.
Το 1869 επίσης λειτουργεί ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς, που ο τελευταίος σταθμός του ήταν το Θησείο, στο τέρμα της οδού Ερμού, όπως και σήμερα.
Λιθογραφία του 1870 που απεικονίζει τον σταθμό στο Θησείο. Διακρίνεται το κάτω μέρος της Ερμού αριστερά. Πηγή: Οδός Ερμου / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Ως το 1880 η εμπορική κίνηση περιοριζόταν από την πλατεία Συντάγματος ως την Καπνικαρέα και ο δρόμος περιγράφεται ως εξής σε οδηγούς της εποχής: «Η οδός Ερμού άγουσα από της πλατείας ανακτόρων καταλήγει εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν εξ ου εννούται μετά της εις Πειραιά αγούσης [...]. Εφ’ ης είναι τα άριστα εμπορικά της πόλεως. Η οδός αυτή είναι τας πυκνοτέρας φέρουσα οικοδομάς κι υπό πολλού κόσμου διαρκώς συχναζόμενη».[8]
Το 1886, οι Αθηναίοι βλέπουν για πρώτη φορά ηλεκτρικό φως από δύο προβολείς του ναυτικού. Ο ένας προβολέας ήταν τοποθετημένος κοντά στην Καπνικαρέα και «έρριπτε δέσμας ροδόχρου φωτός επί των ανακτόρων και της οδού Ερμού»[9].
Γράφει ο Αρ. Π. Κουρτίδης στο άρθρο του «Αι εργάτιδες των Αθηνών», που δημοσιεύτηκε στο Ετήσιον ημερολόγιον Σκόκου του έτους 1889, για την οδό Ερμού: «Ο διερχόμενος την οδό Ερμού, την πρωίαν, μετά την ανατολήν του ήλιου, βλέπει γραφικόν θέαμα. Ενώ η θορυβώδης οδός μόλις αφυπνίζεται και που υπάλληλος τις φαίνεται ανοίγων την θύραν και τα παραθυρόφυλλα εμπορικού, μικρά δι’ αγέλη αιγών γαλακτοφόρων χωρεί σκιρτώσα και σειούσα τους κωδωνίσκους της, αι μικραί εργάτιδες, ράπτριαι το πλείστον, εκ των συνοικιών ιδία της Πλάκας και του Ψυρή παρελαύνουσι καθ’ ομάδας, ως πέρδικες, μεταβαίνουσαι εις το ημερήσιον έργον των»[10].
Κατά τη διάρκεια της Belle Époque άλλαξε η εμπορική σημασία των κεντρικών δρόμων. Η Ερμού με την Σταδίου «συμμάχησαν» και κατέλαβαν την πρώτη θέση, ενώ το «δίδυμο» Αιόλου-Αθηνάς πέρασε στη δεύτερη θέση. Η Εφημερίς θα γράψει σχετικά το 1891, και θα προσπαθήσει να το τοποθετήσει κομψά: «Ούτως αι Αθήναι εις τινά κέντρα αυτής μεταβάλλονται ολίγον εις Μιλάνον και ουχί σπανίως νομίζει τις ότι ευρίσκεται εις γωνίαν τινά παρισινού βουλεβάρτου. Κυρίως η συγκέντρωσις του πλήθους γίνεται εις τας οδούς του Ερμού και του Σταδίου, κατά δεύτερον δε λόγον εις τας οδούς του Αιόλου και της Αθηνάς. Από πολλού αι δύο πρώται αυταί οδοί κυριαρχούσι του αθηναϊκού εμπορίου. Εις αυτάς συνεκεντρώθησαν τα εμπορικά των ειδών της πολυτέλειας και των γυναικείων καλλωπισμών, πράγματα ελκύοντα τας κυρίας, ως τας χρυσαλίδας ή φλοξ [...]. Αι οδοί του Αιόλου και της Αθηνάς δεν απέβαλον εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικών οδών ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των [...]»[11].
Άποψη της οδού Ερμού το 1911. Πηγή: εκδότης Πάλλης και Κοτζιάς, Η οδός Ερμού κατά την άφιξιν της Α.Β.Υ. της Πριγκηπίσσης Μαρίας. Συλλογή καρτ-ποστάλ (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, CP.CPS.CPSPAL2.223).
Και έτσι, λίγο πριν το γύρισμα του αιώνα, το 1895, καταγράφεται και η εξής περιγραφή του δρόμου από τον Γ.Π. Παρασκευόπουλο: «Η πολυτελεστέρα, η κομψοτέρα, η παρδαλωτέρα είναι η οδος Ερμού. Όνομα και πράγμα Ερμαϊκή. Εδώ ο πλούτος των εμπορικών καταστημάτων, πλούτος νεωτερισμών. Εν πρώτοις τα γνωστότατα βιβλιοπωλεία Βίλμπεργ και Γατ, το του Κωνσταντινίδου, το πλουσιώτερον χαρτοπωλείον της πρωτευούσης Πάλλη και Κοτζιά, εδώ τα καλλιτεχνικά φωτογραφεία των αδελφών Κάντα, των Ρωμαϊδών,εδώ τα απαστράποντα εμπορικά καταστήματα, το Ερμείον του Τσάτσου και το των κ. Γατ και Μάρκου, τα μοναδικά εις το είδος των, εδώ ο Χουτόπουλος, ο Μπονάνος, ο Παράδεισος των Παίδων, το Χρυσοχοείον του Σαμίου, η μόνη οδός η εν τη διαρκει θορύβω και ανοδοκαθόδω κόσμου, αμαξών, οδός πλήρης ζωής εμπορικής και κοινωνικής. Συναντάς Αθηναίους, Πειραιώτες και Επαρχιώτες, Έλληνας του εσωτερικού και Έλληνας του εξωτερικού, οδός ως είδος εκθέσεως παντός είδους εμπορευμάτων […]»[12]
Συμπληρώνουμε ακόμα τα φωτογραφεία των του Κάλφας, του Πανταζόπουλου, του Ι. Μωραϊτη, του Δ. Μαρτιμιανάκη και άλλων. Ακόμα στην καρδιά της οδού Ερμού εγκατέστησε το studio της η διάσημη Ελληνίδα φωτογράφος Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη από το Αϊδίνι, η οποία έγινε γνωστή διεθνώς ως Νelly's. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί ότι στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα υπήρχαν δεκατρία χαρτοπωλεία, εκ των οποίων τα έξι βρίσκονταν στην οδό Ερμού.
Στη φωτογραφία γυναίκες φορούν την παραδοσιακή στολή της Ελευσίνας και αναφέρεται ότι περπατούν στην οδό Ερμού, πιθανόν στο κομμάτι του δρόμου ανάμεσα στο Μοναστηράκι και την οδό Πειραιώς. Πηγή: Η Αθήνα μέσα στο χρόνο (FB).
Το 1896, την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, η οδός Ερμού έχει δύο όψεις. Το κομμάτι από την οδό Αθηνάς και κάτω, μέχρι την περιοχή του φωταερίου -το σημείο δηλαδή που τελειώνει η Ερμού- έμοιαζε ανατολίτικο. Διάφορες μικροβιοτεχνίες, σταύλοι και παλαιοπωλεία στεγάζονταν σε παράγκες και χαμόσπιτα, ενώ οι Εβραίοι της Αθήνας είχαν τα καταστήματά τους και τη συναγωγή τους στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο που είναι και σήμερα. Υπήρχαν ακόμα κουρεία, τσαρουχάδικα, χάνια, για τα οποία ο Γεράσιμος Βώκος σχολιάζει: «ξενοδοχεία, όχι πλέον χάνια, αλλά ούτε και ξενοδοχεία»[13]. Από την Αθηνάς και πάνω, μέχρι το Σύνταγμα η εικόνα του δρόμου ήταν πολύ διαφορετική: «διανοίγεται ευρωπαικότερος, τέλειος πλέον παρισινός και ευρύνεται ανετώτερον και φωτίζεται απλετώτερον και χρωματίζεται ποικιλώτερον και βαίνει ολοένα προς την καλαίσθητον πολυτέλειαν, προς την άψογον κομψότητα […]»[14].
Το τμήμα της οδού Ερμού κοντά στο Σύνταγμα. Πηγή: Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896: Πανελλήνιον εικονογραφημένον λεύκωμα. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της Εστίας Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη, 1896 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Ο ακαδημαϊκός Παύλος Νιρβάνας σε αρκετά χρονογραφήματά του αναφέρεται στην οδό Ερμού και στα πολυτελή εμπορικά της καταστήματα με σκωπτικό τρόπο τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ενώ ο Δημήτριος Σκουζές, νομικός, λόγιος και δήμαρχος της Αθήνας γράφει για την οδό Ερμού: «στολισμένη κάθε κυρία με την τελευταία λέξη της παριζιάνικης μόδας, έφτανε μπρος το κατάστημα, απ’ όπου θα αγόραζε τα είδη της εκλογής της. Έβγαινε γελαστός ο ιδιοκτήτης του για να βοηθήσει να κατέβει από τ’ αμάξι, ενώ οι υπάλληλοι υπεκλίνοντο ελαφρώς, μόλις εκείνη έμπαινε στο κατάστημα. Πολλές φορές όμως η κυρία δεν κατέβαινε διόλου από τ’ σμάξι, αλλά οι υπάλληλοι της έφερναν τα τόπια στο δρόμο να διαλέξει»[15]. Την ίδια εποχή η εφημερίδα Εμπρός αναφέρει ότι μόλις η Ερμού φωτίζεται, μοιάζει με παρισινό βουλεβάρτο και πως αν διέθετε καστανιές στα πεζοδρόμια θα την μπέρδευε κανείς εύκολα με κάποιον από τους δρόμους του Παρισιού.
Μετά το 1900 στις παρόδους της Ερμού εντοπίζονται να λειτουργούν πάρα πολλές μικρές βιοτεχνίες ρούχων και καπέλων. Μετά τις 5 το απόγευμα η Ερμού γέμιζε κορτάκηδες και λοιπούς λιμοκοντόρους που δοκίμαζαν την τύχη τους με τις αμέτρητες μοδιστρούλες και καπελούδες. Επίσης, στην Ερμού υπήρχαν δύο ειδών ραφτάδες για τους άνδρες: οι «Ελληνοράφτες», που ασχολούνταν με τη φουστανέλα και οι «Φραγκοράφτες» για «ευρωπαϊκά ενδύματα». Στο κατάστημα των γάλλων αδερφών Φιλίπ οι κομψευόμενοι Αθηναίοι εύρισκαν τα ωραιότερα υφάσματα. Για τις κυρίες, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Όλες πήγαιναν στη γαλλίδα Λιζιέ, που ίδρυσε πρώτη ευρωπαϊκό ραφείο για γυναικείες τουαλέτες, όπως αποκαλούσαν τότε τα φορέματα.
Ένα άλλο αγαπημένο μαγαζί της Ερμού ήταν του Ροδόλφου Μάιφαρτ. Αυτός είχε κληθεί στην Αθήνα από τον Όθωνα, για να διδάξει τη βιβλιοδεσία. Εγκατέλειψε όμως την τέχνη του και επιδόθηκε στο εμπόριο. Άνοιξε ένα μαγαζί με κομψοτεχνήματα, εισαγόμενα από τη Βιέννη, τη Βενετία, τη Φλωρεντία, τη Δρέσδη και το Παρίσι. Με τα είδη δώρων που έφερνε απ’ όλη την Ευρώπη, στόλιζε τα αριστοκρατικά σπίτια της παλιάς Αθήνας.
Αγαπητό μαγαζί της Ερμού ήταν ακόμα εκείνο του «Τζίτζικα». Ο λόγος; Είχε μεταβληθεί σε αισθηματικό κέντρο των νεαρών! Εδώ, φύλαγαν καρτέρι οι νεαροί, άψογα πάντα ντυμένοι και με άνθος στην «κομβιοδόχη», έτοιμοι να φλερτάρουν με τις κυρίες και τις δεσποινίδες. Επειδή, μάλιστα, όσοι ανεβοκατέβαιναν την Ερμού παρακολουθώντας τις κυρίες που σύχναζαν στα εμπορικά, είχαν το παρατσούκλι «εργολάβοι», το εν λόγω ζαχαροπλαστείο προς «τιμήν τους» ονόμασε ένα γλύκισμά του «εργολάβο» το γνωστό μας δηλαδή γλυκό μέχρι και σήμερα. Μια πάστα του ίδιου ζαχαροπλαστείου, που συνέχισε και αυτή τη νικηφόρα πορεία της και μετά τον πόλεμο του 1940, ήταν η «Κοπεγχάγη». Αυτή βγήκε, φυσικά, προς τιμήν της πρωτεύουσας της Δανίας, πατρίδας του Βασιλέως Γεωργίου. Όλο αυτό το συνονθύλευμα καταστημάτων, καφενείων, ζαχαροπλαστείων και φυσικά ξενοδοχείων συγκέντρωνε στην οδό Ερμού πολύ κόσμο.
Το 1904 η Ερμού εμφανίζεται πλακοστρωμένη, κάτι που θυμίζει τη σημερινή της μορφή. Η ασφαλτόστρωση του δρόμου άρχισε το 1907 και ολοκληρώθηκε το 1910. Έτσι η λάσπη του χειμώνα και η σκόνη του καλοκαιριού εξαφανίστηκαν. Ωστόσο η άσφαλτος ήταν γλιστερή δημιουργώντας προβλήματα για τα άλογα, τις άμαξες και γενικά τα υποζύγια.
Η οδός Ερμού σημαιοστολισμένη το 1900. Πηγή: Η Αθήνα από τον 19ο αιώνα (ιστοσελίδα).
Άλλη άποψη του δρόμου το 1900. Πηγή: Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Το πλακόστρωτο της Ερμού το 1904. Πηγή: Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Η οδός Ερμού, στολισμένη, στη συμβολή της με την οδό Νίκης το 1910. Πηγή: Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Στην περίοδο του Μεσοπολέμου αρχίζουν να χτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες. Μεγάλα εμπορικά καταστήματα, πολυώροφα κτήρια, όπου συχνά στους επάνω ορόφους διατηρείται η χρήση της κατοικίας.
Το 1924 η πλατεία Αβησσυνίας, που βρίσκεται ανάμεσα στις οδούς Ερμού και Ηφαίστου, φημίζεται για τα παλαιοπωλεία και το παζάρι της, γνωστό και ως Γιουσουρούμ. Ακόμη και σήμερα, συναντά κανείς πολλούς παλιατζήδες να πωλούν αντίκες εκεί.
Το 1920 αυτοκίνητα και άμαξες μαζί στην οδό Ερμού. Πηγή: από τον 19ο αιώνα (ιστοσελίδα).
Ένα αυτοκίνητο διασχίζει την οδό Ερμού το 1926. Πηγή: Αρχείο Martin Baldwin-Edwards.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα παλαιότερα κτήρια του δρόμου κατεδαφίζονται και αντικαθίστανται από πολυκατοικίες που ακολουθούν τα νεότερα αρχιτεκτονικά ρεύματα. Το 1950 οι γραμμές του τραμ διασχίζουν το κομμάτι της Ερμού από το Μοναστηράκι και κάτω.
Βρετανός κομάντο στα Προπύλαια της Ακρόπολης πυροβολεί προς την κατεύθυνση του Μοναστηρακίου, όπου φλέγονται κτήρια στη συμβολή των οδών Αθηνάς και Ερμού. 1944. Πηγή: Γενικό Αρχειο 20ός αιώνας (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 6K21.026).
Οι γραμμές του τραμ στην οδό Ερμού το 1950. Πηγή: Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001 – Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ.
Σε αντίθεση με το τμήμα από την Πλατεία Συντάγματος έως την οδό Αιόλου, το οποίο ήταν από την αρχή κέντρο για το λιανικό εμπόριο, τις δημόσιες υπηρεσίες, τις καφετέριες και τα ξενοδοχεία, το τμήμα μεταξύ της οδών Αγίων Ασωμάτων και Πειραιώς συνδέθηκε με τη βιομηχανική χρήση της οδού Πειραιώς κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, με χονδρική πώληση, με τη λειτουργία του Σιδηροδρόμου Αττικής και με τις οδικές αρτηρίες Πειραιώς και Ιεράς Οδού.
Η κατασκευή του πεζοδρόμου της Ερμού μέχρι το ύψος της Αιόλου ξεκίνησε το 1996 και ολοκληρώθηκε το 1997. Λίγο πριν ξεκινήσουν τα έργα της πεζοδρόμησης από την Αγίων Ασωμάτων και κάτω, το τμήμα αυτό της οδού Ερμού παρουσίαζε εικόνα υποβάθμισης και εγκατάλειψης. Η κακή κατάσταση των πεζοδρομίων, τα σταθμευμένα οχήματα και η ρύπανση απέτρεπαν την πεζή κυκλοφορία και δεν επέτρεπαν στους, έστω και λίγους, πεζούς περαστικούς και στους πολύ περισσότερους επισκέπτες να αντιληφθούν ότι κατά μήκος σχεδόν όλης της οδού Ερμού, μετά την Πλατεία Ασωμάτων, εκτείνεται ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού. Για τη βελτίωση της εικόνας της περιοχής και για την προώθηση του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού και την ενοποίησή της με τη ζωή της πόλης, το τμήμα αυτό ανακατασκευάστηκε σε πεζόδρομο ως μέρος του Μεγάλου Περιπάτου της Αθήνας, που είχε ως σκοπό τη σύνδεση των αρχαιολογικών χώρων της πόλης. Η ανακατασκευή ξεκίνησε από την εταιρεία Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας στις 9 Ιουλίου 2003, και πλέον το τμήμα αποτελεί το τέλος του Μεγάλου Περιπάτου ο οποίος ξεκινά από το Παναθηναϊκό Στάδιο (Λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας) και συνεχίζει μέσω των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Αγίου Παύλου.
Πεζοί στην οδό Ερμού και στο βάθος το Κοινοβούλιο.. Πηγή: Η οδός Ερμού, Γενικό Αρχείο 20ός αιώνας (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2E01.046).
Τα τελευταία χρόνια στην οδό Ερμού έχουν κάνει την εμφάνισή τους καταστήματα ξένων επιχειρήσεων, οξύνοντας τον εμπορικό ανταγωνισμό. Παραμένει ένας από τους πιο ακριβούς και πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας, ενώ είναι η πέμπτη ακριβότερη εμπορική περιοχή στην Ευρώπη και η δέκατη στον κόσμο και αποτελεί σημείο συνάντησης κατοίκων και τουριστών.
Τότε και σήμερα η οδός Ερμού είναι ο «μεγάλος δρόμος» και η βασική εμπορική αρτηρία της πρωτεύουσας. Τότε ήταν επιπλέον και γειτονιά, όπου διέμεναν μεσοαστοί, κυρίως γιατροί και δικηγόροι, επιχειρηματίες και στέγαζε παράλληλα καταστήματα και επιχειρήσεις. Σήμερα είναι μια οδός, όπου στεγάζονται αποκλειστικά σχεδόν εμπορικές επιχειρήσεις. Χιλιάδες άνθρωποι τη διασχίζουν καθημερινά, ενώ σε όλες τις εορταστικές περιόδους γίνεται ο αγαπημένος προορισμός της πόλης. Η οδός Ερμού έχει τη δική της ξεχωριστή ιστορία που αντικατοπτρίζει τις ιστορικές εξελίξεις αλλά και την ψυχολογία και τη διάπλαση της μικρομεσαίας κυρίως κοινωνικής τάξης.
Τα ξενοδοχεία αποτέλεσαν βασικό συστατικό του δρόμου. Μάλιστα την περίοδο 1860-1880 από τα 24 ξενοδοχεία που υπήρχαν στην Αθήνα τα 13 βρίσκονταν στην Ερμού, τα περισσότερα πολυτελή. Για τους όχι και τόσο ευκατάστατους, υπήρχε η επιλογή καταλυμάτων σε κτήρια που προϋπήρχαν ως κατοικίες και είχαν μετατραπεί σε ξενοδοχεία και η εξυπηρέτηση περιοριζόταν στα στοιχειώδη, δηλαδή ύπνο και φαγητό. Τα περισσότερα απ 'αυτά ήταν συγκεντρωμένα γύρω από την πλατεία της Καπνικαρέας και κάτω από την οδό Αιόλου. Ας τα γνωρίσουμε...
Άποψη της οδού Ερμού από ψηλά. Δεν έχει ακόμα πεζοδρομηθεί. Στο κέντρο η Καπνικαρέα. Πηγή: φωτογράφος Δημήτρης Παπαδήμος, η οδός Ερμού. Στο κέντρο η Καπνικαρέα (Εισόδια της Θεοτόκου) και δεξιά η Μητρόπολη (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), Αρχείο Δημήτρη Παπαδήμου και Ελένης Φραγκιά (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, DP02.09.123).
Πηγές
Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
Αι Αθήναι του 1850: εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών / Μπάμπης Άννινος. Αθήνα: Γαλαξίας, 1971
Ενθύμιον Αθηνών: Η Αθήνα, ο Πειραιάς και τα προάστια στις αρχές του αιώνα μας / Θανάσης Παπαϊωάννου . -3η εκδ.- Αθήνα: Γνώση, 1997
Μνήμες από την Αθήνα του χθες: από τη συλλογή φωτογραφιών του Νικολαόυ Νικήτα Γιαλούρη / κείμενα, επιμέλεια: Άρτεμις Σκουμπουρδή. Αθήνα: Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αθηναίων, χ.χ.
Η Αθήνα του περασμένου αιώνα (1830-1900) / Επαμ.Κ.Στασινόπουλου. Αθήνα: [χ.ό], 1963.
Ετήσιον ημερολόγιον: χρονογραφικόν, φιλολογικόν, γελοιογραφικόν μετά εικόνων του έτους 1889: έτος τέταρτον / Κωνστ. Φ. Σκόκου. Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1889
Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται: κιμπάρικο ανάγνωσμα για μερακλήδες νοσταλγούς / Θωμάς Σιταράς. Αθήνα: Ωκεανίδα, 2011
Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου, Αθήνα: [χ.ό.], 2001
Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896: Πανελλήνιον εικονογραφημένον λεύκωμα. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της Εστίας Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη, 1896
Η εν Αθήναις, κάποτε... : η πόλις και οι δρόμοι της διηγούνται την ιστορία τους / Διονύσιος Β. Ηλιόπουλος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000
Ταξείδια ανά την Ελλάδα τόμος Α΄/ Γ.Π. Παρασκευόπουλος Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της Κορίννης, 1895
Καζαμίας: ήτοι Αττικόν ημερολόγιον του 1880 έτους. -Έκδοσις Ζ΄- Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Δ. Α. Μαυρομμάτη, 1879
Εμπρός, 15.09.1927, 16.09.1927
Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
6K21.026: Γενικό Αρχειο 20ός αιώνας
DP02.09.123: φωτογράφος Δημήτρης Παπαδήμος, Αρχείο Δημήτρη Παπαδήμου και Ελένης Φραγκιά.
E01.046: Γενικό Αρχείο 20ός αιώνας
CP.CPS.CPSPAL2.223: εκδότης Πάλλης και Κοτζιάς, Συλλογή καρτ-ποστάλ.
Άλλες πηγές
Αρχείο Martin Baldwin-Edwards
Wikipedia
Αθηναϊκοί δρόμοι: η οδός Ερμού κατά το 19ο αιώνα / Παύλος Παπανότης. www.chronontoulapo.wordpress.com, 23.11.2013
Οι μεταμορφώσεις της οδού του Αιόλου / Θωμάς Σιταράς (www.paliaathina.com)
Η Ερμού της τρυφηλής ασωτίας χθες και σήμερα / Γιάννης Κέμμος. www.newsbeast.gr, 23.8.2015.
www.lifo.gr (LIFOTEAM, 23.6.2013)
www.iefimerida.gr
Σημειώσεις
[1] Τη σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
[2] Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου, Αθήνα: [χ.ό.], 2001, σελ. 19.
[3] Τότε τα μπακάλικα πουλούσαν μόνο τρόφιμα και τα παντοπωλεία και άλλου είδους προϊόντα.
[4] https://anopaia-atrapos.com/2016/01/22/agnosti-istoria-ton-athinon-odos-ermoy/
[5]Αι Αθήναι του 1850: εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών / Μπάμπης Άννινος. Αθήνα: Γαλαξίας, 1971, σελ. 43-44.
[6] Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα / Κώστα Η. Μπίρη. Αθήνα: Μέλισσα, 2005, σελ. 44.
[7] Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται: κιμπάρικο ανάγνωσμα για μερακλήδες νοσταλγούς / Θωμάς Σιταράς. Αθήνα: Ωκεανίδα, 2011, σελ. 103.
[8] Καζαμίας: ήτοι Αττικόν ημερολόγιον του 1880 έτους . - Έκδοσις Ζ΄- Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Δ. Α. Μαυρομμάτη, 1879, σελ. 56.
[9] Η Αθήνα του περασμένου αιώνα (1830-1900) / Επαμ. Κ. Στασινόπουλου. Αθήνα: [χ.ό], 1963, σελ. 141.
[10]Αι εργάτιδες των Αθηνών / Αρ. Π. Κουρτίδου. Ετήσιον ημερολόγιον Σκόκου του έτους 1889, σελ.263-269.
[11] Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται: κιμπάρικο ανάγνωσμα για μερακλήδες νοσταλγούς / Θωμάς Σιταράς. Αθήνα: Ωκεανίδα, 2011, σελ. 169.
[12] Ταξείδια ανά την Ελλάδα τόμος Α΄/ Γ.Π. Παρασκευόπουλος. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της "Κορίννης", 1895, σελ. 555-556.
[13] Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001, σελ. 172.
[14] Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001, σελ. 173.
[15] Οδός Ερμού / Γιάννης Λ. Λάμπρου. Αθήνα: [χ.ό.], 2001. σελ. 166-167.