Η Αιολική οδός, δηλαδή η σημερινή οδός Αιόλου, εμφανίστηκε στην τοπογραφία της Αθήνας το 1833 και την εικοσαετία 1840-1860 ήταν ο καλύτερος δρόμος της. Ιδιαίτερα στα χρόνια της Βασιλείας του Όθωνα, ο δρόμος αυτός, μαζί με την Ερμού, αποτελούσαν την οδική ραχοκοκαλιά της μικρής πόλης.
Η οδός Αιόλου το 1900. Πίνακας του Γιώργου Γατόπουλου. Πηγή: Τα Αθηναϊκά (ιστοσελίδα)
Η οδός Αιόλου εκτείνεται από τους Αέρηδες[1] ως τη συμβολή της με την οδό Σταδίου. Αρχικά είχε σχεδιαστεί να οδηγεί μέχρι τα Πατήσια[2]. Τα σχέδια των αρχιτεκτόνων Σταμάτη Κλεάνθη και Σάουμπερτ προέβλεπαν το πλάτος της να φτάνει τα 15 μέτρα για να περιοριστεί τελικά στα 12. Από την οδό Αιόλου αρχίζουν οι βασικοί εμπορικοί δρόμοι της Αθήνας: Κολοκοτρώνη, Περικλέους, Λυκούργου, Γ. Σταύρου (πρώην Τραπέζης), Αδριανού και άλλοι. Πήρε το όνομα της από το μνημείο των Αέρηδων, το οποίο απεικονίζει τον Αίολο και τους ανέμους του, που τους φύλαγε καλά κρυμμένους μέσα στον ασκό του σύμφωνα με την μυθολογία.
Το 1849 περίπου -ίσως και λίγο αργότερα- στη διασταύρωση της Αιόλου με τη Μητροπόλεως, τότε Πλούτωνος, ο δήμος τοποθέτησε μία κρήνη με δεξαμενή, απαραίτητη για την κατάσβεση των πυρκαγιών. Αυτή η κρήνη μεταφέρθηκε το 1925 στην πλατεία Μεταξουργείου[15]. Το 1997, η κρήνη συντηρήθηκε και προστέθηκε γύρω της μια κυκλική μαρμάρινη λεκάνη, μετατρέποντάς την έτσι σε συντριβάνι. Η κρήνη βρίσκεται μέχρι και σήμερα στο ίδιο σημείο[16].
Η κρήνη-συντριβάνι σήμερα. Πηγή: stardoorattikh.blogspot.com
Το 1859 - 1860 αποφασίζεται από το κράτος η πλακόστρωση των πεζοδρομίων της οδού Αιόλου με έξοδα των παρόδιων ιδιοκτητών «αναλόγως της ιδιοκτησίας ενός εκάστου»[3]. Σχετικά με το θέμα αυτό εντοπίζεται ο παρακάτω σχολιασμός στον ημερήσιο τύπο της εποχής: «Αι οδοί Αιόλου και Ερμού κατήντησαν αδιάβατοι, ένεκα των επισκευαζομένων πεζοδρομίων. Εις αμφοτέρας δε βλέπει τις καθ’ όλον το μήκος ή τάφρους ανεωγμένους και λίθους εσωρευμένους και εμποδίζοντας την διάβασιν παντός ανθρώπου, ιδίως των Κυριών, αίτινες δεν δύνανται μετά του κρινολίνου των να εισέλθουν εις εμπορικόν κατάστημα και αναθεματίζουν χιλιάκις την ώραν, τους αιτίους του κακού τούτου. Ουχ ήττον δε και οι έμποροι, των οποίων η ζημία υπήρξεν εκ τούτου ου μικρά. Και αν εβλέπαμεν τας οδούς αυτάς διορθουμένας σ’ το διάβολο! Δυστυχώς όμως το αριστερόν πεζοδρόμιον κατέστησαν τοιούτο οι μηχανικοί μας, ώστε ούτε ποντικοί δεν δύνανται να διαβώσι. Πάντοτε θα τα κάμνωμεν όλα στραβά και ανάποδα».[4]
Το 1860 η Αιολική οδός στρώθηκε με αμμοχάλικο από τη γαλλική αποστολή των δημοσίων έργων και στη διασταύρωσή της με την οδό Σταδίου υπήρχε μια δημοτική βρύση που δρόσιζε τους εργάτες. Λίγο πιο πέρα υπήρχε το ιστορικό «καφενείο των Γερόντων» του Χάφτα[5], ενώ στη συμβολή της με την οδό Ερμού λειτουργούσε το διάσημο καφενείο η «Ωραία Ελλάς».
Η οδός Αιόλου 1864. Πηγή: Η Αθήνα από τον 19ο αιωνα (FB, blog)
Η οδός Αιόλου υπήρξε πολιτικό, εμπορικό, επιχειρηματικό και οικονομικό κέντρο από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας με την παλιά της ιστορία να συνδέεται μοναδικά με τη σύγχρονη. Ήταν γεμάτη από καφενεία, ζαχαροπλαστεία και κάθε λογής εμπορικά και μη καταστήματα, με κυριότερο το Βασιλικό Φαρμακείο και αργότερα την Εθνική και τις άλλες τράπεζες. Ένας δρόμος γεμάτος αντιθέσεις. Στη μία άκρη της βρισκόταν η κεντρική αγορά της πόλης, το «πάνω παζάρι», ενώ στην άλλη, η Πλατεία Λουδοβίκου[6] και τα Χαυτεία, αγαπημένος τόπος περιπάτου για τους παλιούς Αθηναίους. Τα επόμενα χρόνια υπήρξε κέντρο ιδιαιτέρων εμπορικών δραστηριοτήτων, ενώ κοντά βρισκόταν και η πιάτσα με τις άμαξες. Η θέα προς το «Κάστρο», όπως πολλοί αποκαλούσαν την Ακρόπολη, ανεμπόδιστη. Ο δρόμος για τα «Παραδείσια» Πατήσια από την άλλη ορθάνοιχτος. Πραγματικά «ευλογημένος δρόμος»!
Ο αυστριακός γιατρός Λουδοβίκος Φρανκλ περιγράφει γλαφυρά την Αιόλου του 1856: «Βρισκόμουν, όπως με πληροφόρησε η πινακίδα, στην οδό Αιόλου που, στενή και μακρόσυρτη, τραβάει μακριά προς τα έξω και τελειώνει εκεί που βρίσκεται ο πύργος των Ανέμων. Ο δρόμος έχει ζωηρή κίνηση, καθώς ανεβοκατεβαίνουν σε αυτόν οι μάζες των ανθρώπων, έχει κι από τις δυο πλευρές καταστήματα κι εργαστήρια, όπου δούλευαν ήδη με ζήλο. Μου έκαναν εντύπωση τα πολλά φαρμακεία[7] […]. Οι βιτρίνες ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου[8] με αιχμαλώτισαν για αρκετό χρόνο […]. Όσο περισσότερο προχωρούσα μέσα στη κίνηση του δρόμου τόσο ζωηρότερη και πιο χρωματιστή ήταν η ζωή, ωστόσο κατά έναν άλλο τρόπο από κείνον που είχα βρει στις νότιες πόλεις της Ιταλίας. Ενώ στην Ιταλία η βιασύνη και ο θόρυβος είναι αυτός που χαρακτηρίζουν τη ζωή των δρόμων, εδώ στην Αθήνα επικρατεί η ησυχία και η ευπρέπεια […]. Η εθνική ενδυμασία συντελεί ακόμη περισσότερο στον τονισμό του αξιοσέβαστου και την εκφραστικότητα όλων των κινήσεων, πράγματα που ανταποκρίνονται γενικά στις φυσικές ροπές των νοτίων λαών. Η εσωτερική αυτή αξιοπρέπεια είναι κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να εντυπωσιάσει ακόμη και τον πιο αναίσθητο παρατηρητή που έρχεται από βόρεια κλίματα […]. Ένα ανοικτό τετράγωνο κασόνι που στηρίζεται πάνω σε δύο ψηλούς τροχούς και συρόμενο από ένα άλογο τσουλάει στον λιθόστρωτο δρόμο […] με ένα ωραίο αγόρι να κάθεται σκυμμένο προς τα μπροστά με μια κόκκινη φρυγική σκούφια […] η καθαρή ομορφιά της κεφαλής του κούρου αιφνιδιάζει […]. Μια ομάδα από γαϊδουράκια έρχεται προς το μέρος μας. Μερικά είναι φορτωμένα με καλάθια που κρέμονται κι από τις δυο πλευρές, γεμάτα πορτοκάλια, λεμόνια, λαχανικά […]. Ένα μέγα πλήθος κόσμου επιβραδύνει το βάδισμά μας, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα καφενείο ή σε ένα μπαρμπέρικο, που όπως και στην αρχαιότητα ήταν, όπως λένε, κέντρο πληροφοριών […]. Φθάνουμε σε εκείνο το σημείο όπου η οδός Αιόλου διασταυρώνεται με την οδό Ερμού ορθογώνια. Η σάτιρα των Βαυαρών της Αθήνας μετονόμασε την Ερμού σε “οδό της τρυφηλής ασωτίας”, τη δε Αιόλου σε “οδό των Αεριτσήδων”. Σε μας όμως αυτά τα ονόματα και οι άλλοι δρόμοι ξύπνησαν άλλες παραστάσεις και αναμνήσεις […]»[9].
Το 1890 η οδός Αιόλου ηλεκτροφωτίστηκε μαζί με την Ερμού, την Φιλελλήνων και άλλους δρόμους.
To 1895 o Γ.Π. Παρασκευόπουλος στο βιβλίο του Ταξείδια ανά την Ελλάδα γράφει για την οδό Αιόλου καθώς φτάνει σε αυτήν κατεβαίνοντας την Ερμού και διερχόμενος από «την Καπνικαρέαν, τον μόνον τέλειον βυζαντινού ρυθμού σωζόμενον εν Αθήναις ναόν: άλλη κίνησις, άλλη ζωή! Και εδώ πλούσια καταστήματα, ιδίως υφασματεμπορεία»[10].
Κοντά στο 1900 ο David Hogarth, μας χαρίζει αυτή τη περιγραφή: «Ο κεντρικός δρόμος, ο οποίος περνάει βόρεια από την Ακρόπολη μέσα από την καρδιά της μεσαιωνικής και της σύγχρονης πόλης, έχει το όνομα του θεού των Ανέμων […]. Είναι ο γοητευτικότερος δρόμος της Αθήνας […]. Τα μαγαζιά είναι τα περισσότερα φτωχικά, αλλά προς το νότιο άκρο ειδικά έχουν διατηρήσει την παλιά ατμόσφαιρα του παζαριού. Εδώ όπου περνούν λίγα αμάξια, διότι το βραχώδες τείχος της Ακρόπολης μεταβάλλει τους δρόμους σε αδιέξοδα, άντρες και παιδιά ζουν έξω από τα σπίτια, και οι γυναίκες κρέμονται, όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα στα πάνω παράθυρα […]. Η πραμάτεια ξεχειλίζει στο πεζοδρόμιο και γεμίζει τα αυλάκια και οι πιο οικείες περιποιήσεις της μητέρας στο παιδί, ή του ενός στον άλλον, τελούνται κάτω από το βλέμμα του ήλιου και του κοινού […] αλλά το απαράμιλλο χαρακτηριστικό του δρόμου, όταν τον βλέπει κανείς από τη μια άκρη ως την άλλη, είναι αυτή η τρομαχτική, απόκρυμνη, οχυρωμένη ακρόπολη, ένας προμαχώνας ζοφερού βράχου, φωτισμένος από πάνω με την πορτοκαλιά απόχρωση του τείχους και το λαμπύρισμα των μαρμάρων στην κορυφή. Η οδός Αιόλου δεν είναι ο ωραιότερος δρόμος της Αθήνας, αλλά σε οδηγεί στην ωραιότερη τοποθεσία του κόσμου».[17]
Αριστερά: Οδός Αιόλου 1900. Διακρίνεται το Φωτογραφείον το Πάνθεον των Παπαμήτρου και Παγώνη και άλλα εμπορικά καταστήματα.Πηγή: φωτογράφος Μιχαήλ Βελούδιος, πλήθος κόσμου στην οδό Αιόλου μετά από εορτασμό. Αρχείο Διονύσης Φωτόπουλος (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, FOTO.045)
Δεξιά: Οδός Αιόλου 1900. Πηγή: φωτογράφος Μιχαήλ Βελούδιος, στιγμιότυπο στην οδό Αιόλου. Το κιόσκι αριστερά πουλά λαμπάδες. Αρχείο Διονύσης Φωτόπουλος (Φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, FOTO.046)
Στο δρόμο αυτό, που τον Αύγουστο του 1905 στρώθηκε με άσφαλτο και είναι ο πρώτος σε όλη την ελληνική επικράτεια, υπήρχαν «μικρά σπίτια, τα περισσότερα μονώροφα, σουβατισμένα με κίτρινο, κοκκινωπό ή γαλάζιο χρώμα – σπάνια άσπρο». Στην Αιόλου χτίστηκαν «οικείαι στέρεαι και κατά την θέαν κομψόταται»[11] κι έτσι εκεί βρίσκονταν τα καλύτερα λίθινα οικήματα, τα οποία με βάση τον αρχιτεκτονικό κανονισμό όφειλαν να διαθέτουν υποχρεωτικά ισόγειο και έναν όροφο. Στα ισόγεια εγκαταστάθηκαν καφενεία, φαρμακεία, φωτογραφεία, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια[12], ενώ στον όροφο κατοικίες και φυσικά ξενοδοχεία.
Οδός Αιόλου, δεκαετία 1960. Πηγή: φωτογράφος Δημήτρης Παπαδήμος, οδός Αιόλου, κοντά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης: εμπορικά καταστήματα. Δεξιά ο ναός της Αγίας Ειρήνης και στο βάθος η Ακρόπολη, Αρχείο Δημήτρη Παπαδήμου και Ελένης Φραγκιά. (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, DP25.12.6)
Τα καλύτερα ξενοδοχεία της εποχής βρίσκονταν εδώ και την περίοδο της ακμής του δρόμου[13] λειτουργούσαν τουλάχιστον δεκαπέντε. Ήταν το πρώτο στέκι ξενοδοχείων της πόλης. Το δεύτερο άρχισε να δημιουργείται από το 1850 στο Σύνταγμα.
Στους ορόφους των νέων κτηρίων της Αιόλου, που φιλοξενούσαν ξενοδοχεία, βρίσκονταν τα δωμάτια ύπνου και στο ισόγειο η αίθουσα φαγητού. Άλλοτε η αίθουσα αυτή βρισκόταν στο υπόγειο ή σε αρκετές περιπτώσεις και στον όροφο. Μερικά ξενοδοχεία στεγάζονταν σε παλιά τουρκικά σπίτια που είχαν υποστεί τις αναγκαίες τροποποιήσεις και ανακαινίσεις. Πάντως οι κρίσεις των περιηγητών για την κατάσταση των ξενοδοχείων ήταν γενικά θετικές[14].
Γεμάτη η Αιόλου με μικρά και μεγάλα ξενοδοχεία που λειτουργούσαν τότε και σαν εστιατόρια.
Πάμε να τα γνωρίσουμε…
Η οδός Αιόλου σε καρτ-ποστάλ της εποχής. Πηγή: εκδότης Π.Κ. Πανόπουλος. Συλλογή καρτ ποστάλ (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, CP.CPATH.CPATH1.302).
Για περισσότερο υλικό σχετικά με την οδό Αιόλου απευθυνθείτε στη Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ (library@elia.org.gr).
Πηγές
Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
Ανακαλύπτοντας την Ελλάδα: Ζωγράφοι και περιηγητές του 19ου αιώνα / Φανή-Μαρία Τσιγκάκου. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1981
Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται: κιμπάρικο ανάγνωσμα για μερακλήδες νοσταλγούς / Θωμάς Σιταράς. Αθήνα: Ωκεανίδα, 2011
Η οδός Αιόλου: ένας απ' τους παλιότερους δρόμους της Αθήνας / Χρήστος Θ. Πανάγος. Αθήνα: [χ.ό.], 1998
Αι Αθήναι του 1850: εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών / Μπάμπης Άννινος. Αθήνα: Γαλαξίας, 1971
Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα / Κώστας Η. Μπίρης. Αθήνα: Μέλισσα, 2005
Αθηναϊκά: Αττικοβοιωτικά: Δωδεκανησιακά: Πελοπόννησος: Νησιά του Αιγαίου: Κρήτη: 1815-1980: Attica und Bootien: Peloponnes: Agaische inseln: Kreta: 1815-1980 / Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδης. Αθήνα: Ωκεανίδα, 1991
Κοινωνική ζωή και δημόσιοι χώροι κοινωνικών συναθροίσεων στην Αθήνα του 19ου αιώνα: διδακτορική διατριβή / Ματούλα Χ. Σκάλτσα. Θεσσαλονίκη: [χ.ό.], 1983
Το νέο κτήριο διοικήσεως: από την κατοικία του Γεωργίου Σταύρου στο επιτελικό κέντρο του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας / Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας, 1999
Ταξείδια ανά την Ελλάδα: τόμος Α΄ / Γ.Π. Παρασκευόπουλος. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της "Κορίννης", 1895
«Εις την Αιολικήν οδόν κατά το 1863» / Κ. Η. Μπίρης, Αθηναϊκαί Μελέται, τ. 2, 1939
Η Αθήνα του 1900 / Αντώνιος Σπ. Βερβενιώτης. Αθήνα: Βερβενιώτειος Σχολή, 1963
Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
FOTO.045: φωτογράφος Μιχαήλ Βελούδιος, Αρχείο Διονύσης Φωτόπουλος
FOTO.046: φωτογράφος Μιχαήλ Βελούδιος, Αρχείο Διονύσης Φωτόπουλος
DP25.12.6: φωτογράφος Δημήτρης Παπαδήμος, Αρχείο Δημήτρης Παπαδήμος και Ελένη Φραγκιά
CP.CPATH.CPATH1.302: εκδότης Π.Κ. Πανόπουλος, Συλλογή καρτ ποστάλ
Άλλες πηγές
Μια Θεσσαλονικά στην Αθήνα: οδός Αιόλου, πολύβουη και ανθρώπινη / Ευαγγελία Κανταρτζή (https://cityculture.gr/5808/) (ηλεκτρονικό άρθρο)
Η παλιά Αιόλου με τα μεγαλεία της και τα ξενοδοχεία της / Θωμάς Σιταράς (https://www.protothema.gr/stories/article/518871/i-palia-aiolou-me-ta-megaleia-tis-kai-ta-xenodoheia-tis/) ηλεκτρονικό άρθρο)
Wikipedia
stardoorattikh.blogspot.com
Σημειώσεις
[1] Ωρολόγιον του Κυρρήστου, με τις παραστάσεις των ανέμων.
[2] Το κομμάτι από τη Σταδίου και μετά μετονομάστηκε αργότερα σε Πατησίων.
[3] Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα / Κώστας Η. Μπίρης. Αθήνα: Μέλισσα, 2005, σελ. 44.
[4] Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται 1834-1938 / Θωμάς Σιταράς. Αθήνα: Ωκεανίδα, 2011, σελ. 103.
[5] Από αυτόν η περιοχή πήρε το όνομα Χαυτεία.
[6] Η σημερινή πλατεία Κοτζιά
[7]«για τα οποία έμαθα αργότερα, ότι είναι υποχρεωμένα να προμηθεύουν όλα τα υπόλοιπα φαρμακεία της χώρας με φάρμακα».
[8] Αναφέρεται στο βιβλιοπωλείο του Ναστ.
[9] Αθηναϊκά: Αττικοβοιωτικά: Δωδεκανησιακά: Πελοπόννησος: Νησιά του Αιγαίου: Κρήτη: 1815-1980 = Atheniensia: Attica und Bootien: Peloponnes: Agaische inseln: Kreta: 1815-1980 / Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Αθήνα: Ωκεανίδα, 1991, σελ. 145-146.
[10] Ταξείδια ανά την Ελλάδα: τόμος Α΄ / Γ.Π. Παρασκευόπουλος. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου της "Κορίννης", 1895, σελ. 556.
[11] Η οδός Αιόλου: ένας απ' τους παλιότερους δρόμους της Αθήνας / Χρήστος Θ. Πανάγος. Αθήνα: [χ.ο.], 1998, σελ. 15.
[12] Ωραία Ελλάς, Κρίνος, Σγούρδας, κλωστήρια Πρεβέζης, φωτογραφείο Μωραΐτη κ.ά.
[13] 1840-1860
[14] Υπάρχουν βέβαια και αυτές οι αναφορές: Ο Αντώνης Βερβενιώτης γράφει σχετικά (1900):
«Απέναντι στο σπίτι μου, ένα ξενοδοχείο λαϊκό, μαζί με άλλα δυο που ήταν εκεί δίπλα, αποτελούσε, κατά τα παιδικά μου χρόνια, μια ψυχαγωγία τόσο για μένα όσο και για τα αδέλφια μου. Φίλος οικογενειακός ο ξενοδόχος, μας εκαλούσε τακτικά να περνούμε εκεί τις ώρες που δεν είχαμε μαθήματα. Στο ξενοδοχείο αυτό είχαμε συχνά θεάματα, τα οποία μέχρι τώρα μου μένουν αλησμόνητα. Μια ημέρα, κατά τις εορτές των Χριστουγέννων, ο ξενοδόχος είχε βάλει λαχνούς για μια τούρτα. Την εκέρδισε κάποιος πελάτης, ο οποίος κατά σύμπτωσι απουσίαζε από το ξενοδοχείο, όταν έγινε η κλήρωσις. Καθ’ όλες τις ημέρες, επί ένα μήνα, το γλύκισμα ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη του διαδρόμου και στα διάφορα έντομα. Επειδή η τούρτα είχε πιά μαυρίσει, λίγο πριν έλθη ο δικαιούχος, ο ξενοδόχος την έστειλε στο ζαχαροπλαστείο για να τη... φρεσκάρει και να την κάνη παρουσιάσιμη. Όταν ο πελάτης επέστρεψε, όλοι τον συνεχάρηκαν για την τύχη του (!) και αυτός, ευχαριστημένος, επήρε το γλύκισμα και έφυγε. Μέχρι τώρα που γράφω δεν μπορώ να βεβαιώσω πόσες ώρες επέζησαν όσοι την έφαγαν [...]». Η Αθήνα του 1900 / Αντώνιος Σπ.Βερβενιώτης. Αθήνα: Βερβενιώτειος Σχολή, 1963, σελ. 47-48.
[15] Η πλατεία Μεταξουργείου βρίσκεται στη συμβολή της οδού Λένορμαν και Αχιλλέως.
[16] Οι πληροφορίες από τον κύριο Χαρίλαο Πατέρα.
[17]Ανακαλύπτοντας την Ελλάδα: Ζωγράφοι και περιηγητές του 19ου αιώνα / Φανή-Μαρία Τσιγκάκου. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1981, σελ. 150.