Ο Γιώργος Σεφέρης (Σμύρνη 1900 – Αθήνα 1971) και ο Οδυσσέας Ελύτης (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996) ανήκουν στην ποιητική γενιά του ’30. Ανάμεσα σε άλλες διακρίσεις, τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ το 1963 και 1979 αντίστοιχα. Τα έργα τους μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες και κυκλοφόρησαν παγκοσμίως. Πέρα από την ποίηση, δημοσίευσαν δοκίμια, κριτικές, μελέτες και μεταφράσεις.
Ο Γ. Σεφέρης, με σπουδές και σταδιοδρομία για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό, ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή διανόηση από την οποία επηρεάστηκε. Ποτέ όμως δεν αποστασιοποιήθηκε από τα πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά γεγονότα του ελληνικού χώρου. Πρωτοπόρησε στην ελληνική ποίηση όχι μόνο ως προς τη θεματολογία αλλά και ως προς τα εκφραστικά μέσα και τη χρήση της γλώσσας. Απομακρυσμένος από τα καθιερωμένα πρότυπα, συνδύασε τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα με τον προσωπικό τρόπο έκφρασης. Υιοθέτησε την κατάργηση ή έστω διατάραξη του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας, την ελλειπτική στίξη, την ασάφεια του θέματος, τις παρομοιώσεις που ξαφνιάζουν. Βασικό χαρακτηριστικό του η χρήση απλής και καθημερινής γλώσσας γιατί όπως πίστευε «ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να πράξει παρά με τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω του» (Δοκιμές Β, σελ. 163).
Ο Οδ. Ελύτης επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό και τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα, με σπουδές και πλούσια δραστηριότητα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δεν αποχωρίστηκε ποτέ την ελληνικότητά του όπως την ένιωθε και τη βίωνε από τις αιγαιοπελαγίτικες μνήμες του, μέχρι τις τραγικές στιγμές του έθνους (Β΄ Παγκόσμιος, κατοχή, εμφύλιος). Δημιούργησε το προσωπικό ποιητικό του ιδίωμα και θεωρείται μαζί με τους Σεφέρη, Ρίτσο, Εγγονόπουλο, Εμπειρίκο κ.ά. ανανεωτής της ελληνικής ποίησης. Η ποίησή του βρισκόταν σε συνεχή διάλογο με τα βιώματα, τις εντάσεις και τις αγωνίες του ως δημιουργού και ως Έλληνα. Διαφοροποιείται από τον έτερο νομπελίστα ποιητή μας στη σύλληψη και χρήση του ποιητικού λόγου και σε αντίθεση με εκείνον «εκφράζεται σε γλώσσα αποστασιοποιημένη από την καθημερινή» για χάρη ενός κειμένου «παρθενικού και απομακρυσμένου από τη χρήση των λέξεων».