Η ανακάλυψη στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Sir William Jones και Thomas Young της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, η διαπίστωση, δηλαδή, ότι οι περισσότερες γλώσσες που μιλιούνται σήμερα στην Ευρώπη κατάγονται από μία και μοναδική μητρική γλώσσα έθεσε στην κοινότητα των γλωσσολόγων ορισμένα σημαντικά και δυσεπίλυτα ιστορικά προβλήματα: Πώς και πότε έγινε η διάσπαση και η διασπορά της ενιαίας αυτής γλώσσας; Ποια ήταν η αρχική κοιτίδα του λαού που τη μιλούσε;
Πηγές για την έρευνα των ιστορικών αποτελούν οι γλωσσικές και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες. Στις μεν πρώτες γίνεται σύγκριση των λέξεων του «πρωτο-λεξιλογίου» προκειμένου να ελεγχθεί αν και από πότε κάποιες γλώσσες εμφανίζουν γενετική ενότητα. Για παράδειγμα, η λέξη ayes- (χαλκός) υπάρχει στο ινδοευρωπαϊκό πρωτο-λεξιλόγιο, ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη για το σίδηρο, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχική ινδοευρωπαϊκή ενότητα χρονολογείται πριν από την εποχή του σιδήρου. Αντίστοιχα, η απουσία μιας κοινής ινδοευρωπαϊκής λέξης για τη θάλασσα αποκλείει τη Μεσόγειο ως αρχική κοιτίδα της εν λόγω ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των αρχαιολογικών μαρτυριών χρησιμοποιεί τις ορατές αλλαγές στον υλικό πολιτισμό για να φτάσει σε συμπεράσματα όπως ότι η διασπορά ενός είδους προϊστορικής ταφής στη νότια Ρωσία ίσως υποδεικνύει μια ενδεχόμενη αρχική ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα.
Τέτοιου είδους μαρτυρίες χρησιμοποιούνται από τις θεωρίες που υιοθετούν ως κύριο ερμηνευτικό εργαλείο την έννοια της μετανάστευσης. Στον αντίποδα αυτών βρίσκεται η δημογραφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το αρχαιολογικό υλικό δεν παράγει άμεσες πληροφορίες σχετιζόμενες με τη γλωσσική προϊστορία, αλλά προσφέρει τεκμήρια δημογραφικών και κοινωνικών αλλαγών που ενδέχεται να σχετίζονται με τις γλωσσικές αλλαγές. Απορρίπτοντας το μοντέλο της μετανάστευσης, ο εμπνευστής της δημογραφικής θεωρίας Colin Renfrew αναζητά λύση σε πολύ αρχαιότερες βαθμιαίες δημογραφικές διαδικασίες, σχετιζόμενες με την εξάπλωση του γεωργικού τρόπου παραγωγής από την Ανατολή προς τη Δύση.
Σε συνέχεια του εντοπισμού της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ενότητας με βάση τις συγκρίσεις μεταξύ των γλωσσών, το επόμενο εύλογο ερώτημα ήταν αν θα μπορούσε αντίστοιχα να εντοπιστεί μια απώτερη κοινωνική και πολιτιστική ινδοευρωπαϊκή ενότητα, ένα minimum κοινού ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού. Η απάντηση από πολλούς μελετητές ήταν θετική με βάση μια τριμερή ιεραρχική δομή - στο επίπεδο της κοινωνίας, της μυθολογίας και της θρησκείας – κοινή στους αρχαίους ινδοευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Οι αντιρρήσεις που δέχεται η τριμερής αυτή θεωρία είναι, αφενός, ότι η αναλογία αυτή δεν ανάγεται αναγκαστικά σε κοινή καταγωγή, αφού μπορεί να εξηγηθεί από την ομοιότητα του πολιτισμικού επιπέδου και, αφετέρου, ότι στην απώτερη προϊστορία, όπου τοποθετείται η γέννηση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, δεν φαίνεται πιθανόν, βάσει των αρχαιολογικών μαρτυριών, να υπήρχε τόσο έντονα ιεραρχικά δομημένη κοινωνική οργάνωση.