Ερασμική προφορά καλείται η προφορά της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας που εισηγήθηκε ο Έρασμος, αντί της «παρεφθαρμένης» βυζαντινής προφοράς (pronunciatio depravata) που χρησιμοποιούνταν ως τότε από τους Ευρωπαίους. Η νέα προφορά άρχισε να χρησιμοποιείται το 1558 σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει –μερικώς τουλάχιστον– τη γνήσια προφορά της Αρχαίας Ελληνικής, η οποία ήταν αρκετά διαφορετική από τον τρόπο με τον οποίο προφέρεται σήμερα η Νεοελληνική γλώσσα.
Ο Έρασμος, ή Erasmus Desiderius (το πραγματικό του όνομα είναι Geert Geerts), έμεινε στην ιστορία ως φιλόλογος, θεολόγος και μεγάλος ουμανιστής, σε μια περίοδο που το αίτημα για τη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της ανθρώπινης σκέψης είχε μόλις αρχίσει να διατυπώνεται. Γεννήθηκε στο Ρότερνταμ γύρω στο 1466 και πέθανε στη Βασιλεία της Ελβετίας το 1536. Σπούδασε στην Γαλλία, την Ιταλία και την Αγγλία, ενώ διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1492 χειροτονήθηκε ιερέας και το 1505 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Υπήρξε πολυγραφότατος, με τεράστια αλληλογραφία, διακεκριμένος για τη γλαφυρότητα, την πολυμάθεια, τη ευφυία και, ιδιαίτερα, για την καυστικότητά του. Το έργο του διαπνέεται στο σύνολό του από αρχές όπως ο φιλειρηνισμός, η αναμόρφωση των θεσμών, η ανοχή στις ανθρώπινες ιδέες, η ενοποίηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η θεωρία περί ερασμικής –και όχι ερασμιακής, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται– προφοράς κατατέθηκε από τον Έρασμο στο έργο Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου (De recta latini graecique sermonis pronunciatione, Βασιλεία, 1528). Στηριζόμενος στις ιδέες που είχαν αναπτύξει νωρίτερα άλλοι λόγιοι, ο Έρασμος υποστήριξε ότι η προφορά ορισμένων φωνηέντων και συμφώνων ήταν διαφορετική κατά την κλασική περίοδο απ’ ό,τι στα μεταγενέστερα χρόνια και εισηγήθηκε ο ίδιος μια προφορά της αρχαίας ελληνικής, κατά την οποία όλα τα διπλά φωνήεντα διαβάζονται αυτοτελώς, π.χ. αυ=αϋ, ει=εϊ κτλ. Στήριξε την πρόταση του σε ένα σύνολο από επιχειρήματα, ξεκινώντας από το ότι οι ελληνικές λέξεις που υιοθετήθηκαν από την λατινική γλώσσα γράφονταν διαφορετικά απ’ ότι προφέρονταν από τους σύγχρονούς του Έλληνες, γεγονός που προϋποθέτει διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα ελληνική προφορά. Εξάλλου, πέρα από τις ορθογραφικές δυσκολίες που γεννά η νεοελληνική προφορά, τι λόγο θα είχαν οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα να χρησιμοποιούν τόσα διαφορετικά σημεία για το συμβολισμό του ίδιου φθόγγου;
Ο ίδιος ο Έρασμος δεν χρησιμοποίησε την προφορά που πήρε το όνομά του, ούτε φαίνεται να εισηγήθηκε ποτέ την πρακτική εφαρμογή της, ωστόσο ο αντίκτυπος της ερασμικής πρότασης υπήρξε μεγάλος, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, και προκάλεσε θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Η στροφή των δυτικών στην κλασική Ελλάδα και η περιφρόνηση προς τη βυζαντινή λόγια παράδοση, σε συνδυασμό με τη διάδοση του καλβινισμού, ο οποίος αποδέχθηκε τις απόψεις του Ολλανδού λογίου, συνέβαλαν τελικά στην καθιέρωση της ερασμικής προφοράς, η οποία χρησιμοποιείται με διάφορες αποκλίσεις σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Με την ανάπτυξη του κινήματος του φιλελληνισμού το 19ο αιώνα και την ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, υπήρξε σαφής προτίμηση στον τρόπο με τον οποίο προφέρουν οι Νεοέλληνες και τα αρχαία ελληνικά, ενώ στα ίδια πλαίσια επιβλήθηκε στις ελληνικές συνειδήσεις και ο εξελληνισμός των ξένων ονομάτων, π.χ. Σαιξπήρος αντί Shakespeare, και Γοίθιος αντί Goethe.