«Κατά τη διάρκεια του χειμώνα ή μάλλον κατά τη διάρκεια της εποχής που μοιάζει με φωτεινό αγγλικό καλοκαίρι και την ονομάζουν χειμώνα, η Αθήνα γίνεται το καταφύγιο όλων. Φαντάζει σχεδόν αδύνατον, τώρα που όλα έχουν περάσει, να ξεχωρίσω τα λαμπρά καλοκαίρια από τους απαλούς και ήπιους χειμώνες μες στη φωτεινή διαδοχή των εποχών που έκανε τη ζωή μας στην Ελλάδα να μοιάζει με αδιάκοπο όμορφο όνειρο»[1].
Κάπως έτσι περιγράφει η Φελίσια Σκην, που έζησε με την οικογένειά της στην Αθήνα από το 1838 ως το 1845, τη γενική της εντύπωση για τον καιρό και το κλίμα της Αθήνας και της Αττικής. Γράφει ακόμα: «Δεν μπορεί να υπάρξει μεγάλη ποικιλία στην τακτική ρουτίνα της ζωής σ’ αυτήν τη μισο-ανατολίτικη χώρα, διότι το ίδιο το κλίμα επιβάλει νόμους απαραβίαστους»[2].
Δύο αιώνες νωρίτερα, το 1667, ο Εβλιά Τσελεμπί αναφέρει ότι η Αθήνα έχει το ίδιο περίπου κλίμα με το Χαλέπι, ενώ κάνει λόγο για τους ψυχρούς ανέμους των ακτών της Αττικής.
Η Μαίρη Νίσμπετ (σύζυγος του Έλγιν) επισκέφτηκε την Ανατολή και την Ελλάδα το διάστημα από το 1799 ως το 1805. Τον Μάιο του 1802 φτάνει νύχτα στην Αθήνα: «Φτάσαμε στην Αθήνα κατά τις οχτώ με εννιά, είχε σκοτεινιάσει τελείως, κι εκτός από αυτό, έπεφτε πυκνή πάχνη και ανησύχησα για τον Έλγιν. Όσο για τα παιδιά, τα τυλίξαμε πολύ καλά και έφτασαν στον προορισμό μας όσο πιο φρέσκα και ζωηρά γινόταν, δεν τα έχω ξαναδεί πιο καλά απ’ ότι εδώ»[3]. Αρχές του Μάη παραπονιέται για την αφόρητη ζέστη, στις 12 του ίδιου μήνα γίνεται μούσκεμα από μια βαριά μπόρα και την επομένη αναφέρει: «Ήταν μια θλιβερή ζεστή μέρα […]»[4].
Το καλοκαίρι του 1806 βρίσκεται στην Αθήνα ο Σατωμπριάν: «Ο κύριος Φωβέλ βιαζόταν τώρα να μου δείξει την Αθήνα, όσο βιαζόμουν κι εγώ να τη δω. Με συμβούλεψε όμως να περιμένουμε ως ότου πέσει η μεγάλη ζέστη της ημέρας. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα, έχοντας πέσει η μεγάλη ζέστη, βγήκαμε».
Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου επισκέπτεται την Αθήνα η Λαίδη Έστερ Στανχόουπ (αδελφή του Ουίλιαμ Πιτ, πρωθυπουργού της Αγγλίας), και γράφει στο ημερολόγιό της: «Είχα τώρα έξι μήνες να δω και μια σταγόνα βροχή και τολμώ να πω έστω και ένα σύννεφο. Πράγματι η ηρεμία και η ξηρότητα του καιρού ήταν τέτοιες, που, όπως μας είπαν, οι χριστιανοί στην Αθήνα είχαν αναπέμψει δεήσεις για βροχή»[5]. Το 1810 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Συρία, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η Μαίρη Τζωρτζιάνα Έμμα Ντώσον-Ντέιμερ την Τρίτη 22 Οκτωβρίου 1825 αποφασίζει με τη συντροφιά της να πραγματοποιήσουν μια μεσονύκτια επίσκεψη στον Παρθενώνα: «Κατά τη διάρκεια αυτής της εξόρμησης, μας έκανε μεγάλη εντύπωση η ξαφνική εμφάνιση ενός φωτεινού ρόδινου χρώματος σ’ ένα χλωμό γκρίζο σύννεφο […]. Μόνο οι φύλακες έδειχναν να γνωρίζουν το μυστικό και ομόφωνα αποφάσισαν ότι προμήνυε αλλαγή του καιρού, αν και δυστυχώς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν ως προς τη φύση της. Ο ένας έλεγε πως προμηνύεται μεγάλη ζέστη, ο άλλος εξαιρετικό κρύο και ο τρίτος ήταν εξίσου πεπεισμένος πως δεν μπορούσε τίποτε άλλο να προμηνύει παρά βροχή. Την επομένη μας είπαν πως επρόκειτο μάλλον για την αντανάκλαση ενός μετεωρίτη […]»[6]. Στην πραγματικότητα η αντανάκλαση αυτή οφειλόταν στο Βόρειο Σέλας, όπως επιβεβαιώθηκε σε σχετικές αναφορές που βρέθηκαν σε όλες τις εφημερίδες της εποχής.
Το 1839 η Φράνσις Βέιν ακολούθησε το σύζυγό της στα ταξίδια του και σε μια γενική καταγραφή των εντυπώσεών της για την Αθήνα γράφει: «Το καλοκαίρι τα πάντα γεμίζουν σκόνη και δεν βρίσκεις πουθενά σκιά, ενώ ο πυρετός και η ελονοσία παραμονεύουν, το δε χειμώνα κάνει κρύο»[7]. Αξίζει να αναφέρουμε πώς πέρασε με την οικογένειά της την Πρωτοχρονιά του 1839: «Την 1η Ιανουαρίου ο καιρός ήταν αίθριος, το πρωινό πλημμυρισμένο στο φως και ξεκινήσαμε το νέο έτος ανεβαίνοντας στην πολυθρύλητη Ακρόπολη»[8].
Η Ελίζαμπεθ Μαίρη Γκρόβενορ και ο σύζυγό της επισκέφτηκαν την Ελλάδα κατά τη διάρκεια μιας κρουαζιέρας με γιοτ στη Μεσόγειο. Αναφέρει στο ημερολόγιό της στις 12 Ιουλίου του 1840: «Μια απαλότατη αύρα μας έπιασε νωρίς το πρωί και ρίξαμε άγκυρα στα στενά. Άρχισε να φυσά ένας δυνατός βορειοδυτικός άνεμος [...]. Οι μύγες και η ζέστη προσλάμβαναν τώρα σοβαρές διαστάσεις. Τις δύο τελευταίες μέρες τις περάσαμε με τον ίδιο τρόπο, πολύ ευχάριστα, όσο μας το επέτρεπε η ζέστη, με βόλτες το βραδάκι ανάμεσα στα ερείπια»[9]. Στις 14 Ιουλίου του 1840: «Η πρώτη άποψη της Αθήνας από τη θάλασσα είναι τρομερά ενδιαφέρουσα […]. Αλλά η φοβερή ξηρασία των λόφων και των κοιλάδων που είναι πνιγμένες στις πέτρες, καθώς και η παντελής απουσία κάθε βλάστησης τούτη την εποχή του έτους είναι τρομακτικές […]. Αλλά τώρα ξεπήδησε μια θαλασσινή αύρα […]»[10]. Στις 17 Ιουλίου: «Ήταν τόσο έντονη η ζέστη εχθές που δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο εκτός από το να πάμε το βράδυ με τη βάρκα σ’ ένα βραχώδες νησί[11] στην είσοδο του κόλπου της Σαλαμίνας»[12]. Στις 17 και 18 Ιουλίου: «Ένας βίαιος βόρειος άνεμος σήμερα το πρωί σήκωσε σύννεφα άμμου από την τσουρουφλισμένη γη και ο κόλπος τυλίχτηκε στη σκόνη. Αυτός ο άνεμος είναι ιδιαίτερα ολέθριος και φαρμακερός γιατί είναι ζεστός και ξηρός σαν το σιμούν, αποπνικτικός σαν να βγαίνει από καμίνι. Είναι επίσης πολύ ισχυρός. Αφού δειπνήσαμε στις τρεισήμισι, βγήκαμε την ώρα που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται βραδινή δροσιά, αν και η κυριολεκτική έκφραση δηλαδή έξι η ώρα θα ήταν πιο ακριβής […]. Η ένταση και η θερμότητα του αέρα προκαλούσαν τη δυσάρεστη αίσθηση καυτής ξηρότητας που δεν έμοιαζε με τη συνηθισμένη ζέστη. Ακόμα και όσοι ήταν εξοικειωμένοι με το κλίμα την βρήκαν ασυνήθιστα ενοχλητική και φοβούνταν πως τούτος ο λίβας θα κρατούσε τρεις μέρες [...]. Η ζέστη ήταν έντονη σήμερα και συνεπώς υποφέραμε όσο και χτες […]»[13].
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν φτάνει στην Αθήνα μια βροχερή μέρα του Απρίλη του 1841: «Υγρά βαριά σύννεφα κρέμονταν στις πλαγιές του Υμηττού. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και παγερός […]. Έριχνε μεγάλες σταγόνες και σε λίγο ξέσπασε μια μπόρα […]. Μόνο κατά το βραδάκι το γύρισε σε ψιχάλα. Ο αέρας ξέσκισε τα σύννεφα και τα έδιωξε σαν ομίχλη. Τόλμησα να βγω έξω [...].[14] Ο βουνίσιος αέρας κατέβαινε κρύος και τσουχτερός, υγρά σύννεφα έτρεχαν μακριά, παρόλα αυτά όμως η βορινή αυτή εικόνα δεν γύριζε τις σκέψεις μου στο Βορρά. Σε ολόκληρη τη φύση υπήρχε ένα μεγαλείο, που ούτε η Ελβετία μπορεί να σου προσφέρει. Εκεί τα βουνά σε πλακώνουν, εδώ οι κοιλάδες είναι μεγάλες σαν τα βουνά»[15].
Ο Γουσταύος Φλωμπέρ και ο Μάξιμος Ντυκάν έρχονται στην Αθήνα με το ατμόπλοιο Μέντωρ στις 26 Δεκεμβρίου του 1850. Αλληλογραφεί με τη μητέρα του: «Ακτινοβολούμε που βρισκόμαστε στην Αθήνα. Και κατ’ αρχήν, για το κλίμα. Μας φαίνεται πώς είναι άνοιξη σε σύγκριση με την Πόλη, που μες στο χειμώνα, είναι πραγματική Σιβηρία [...]. Εδώ, ξαναβρήκαμε τις μυρτιές και τα λιόδεντρα που μας θυμίζουν την καλή μας Συρία».
Τη διετία 1857 – 1858 ο Αντώνιος Προυστ ταξιδεύει στην Ελλάδα και περνάει στην Αθήνα έναν ολόκληρο χειμώνα. Τον Δεκέμβριο του 1857 γράφει: «Λίγες μέρες μετά την άφιξή μου στην Αθήνα είχαμε σχεδιάσει να επισκεφτούμε τον περίφημο εξάστυλο ναό του Σουνίου, αλλά ο χειμώνας ανάγγειλε την άφιξή του με απειλητικό τρόπο. Από το Νοέμβρη ο βοριάς φύσαγε ασταμάτητα και το χιόνι σκέπαζε τη γη […]. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε υπάρξει τόσο παγωμένη και τόσο θλιμμένη νύχτα. Από τις κορυφές της Πάρνηθας ο άνεμος σάρωνε το χιόνι και εκτόξευε παγωμένα κύματα. Οι φανοί της οδού Αιόλου κούναγαν πέρα δώθε θρηνητικά τα αμυδρά τους φώτα [...]»[16]. Την επόμενη μέρα γράφει: φάνηκε ο ήλιος ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη, έλιωσε το χιόνι και μαλάκωσε το έδαφος […]»[17].
Στις αρχές του Απρίλη του 1861 ο Henri Bell πλησιάζει την Αττική διά θαλάσσης: «Η νύχτα ήταν σκοτεινή και άγρια. Οι δυνατές ριπές του χιονόνερου, η μανιασμένη θάλασσα και ο δυνατός παγωμένος άνεμος ταλαιπώρησαν τη φρεγάτα μας κι τους επιβάτες της»[18]. Στα τέλη του ίδιου μήνα περιγράφει τα εξής: «Στη διάρκεια της νύχτας σηκώθηκε δυνατός βόρειος άνεμος που σφύριζε κάτω από τις κλειστές πόρτες και χτυπούσε στα τζάμια. Ήταν παγωμένος από τα χιόνια που εξακολουθούσαν να σκεπάζουν τα βουνά και μας έκανε να τρεμουλιάζουμε στα παλτά μας. Η βροχή άρχισε να πέφτει […]. Για τρεις μέρες, στο τέλος Απριλίου είχαμε έναν δεκεμβριάτικο παριζιάνικο καιρό […]»[19]. Σε άλλη αναφορά του: «Ο δυνατός άνεμος που τίποτα δεν τον αναχαιτίζει σε αυτές τις άδενδρες πλαγιές, καταστρέφει και καίει τις καλλιέργειες της πεδιάδας. Το νερό της βροχής κατρακυλάει χωρίς να συγκρατείται από κάποια βλάστηση στα ψηλώματα για να διοχετευθεί ύστερα σε ζωογόνες πηγές. Μόνο που αυλακώνει τους λόφους και σκληραίνει το έδαφος… Η ανομβρία έξι και οκτώ μηνών κάνει σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε καλλιέργεια έξω από τη στενή ζώνη που ποτίζει ο μικρός ποταμός Κηφισός […]»[20]. Αναφέρεται τέλος στις απότομες εναλλαγές του καιρού: «Το δυνατό και διαπεραστικό κρύο δίνει απότομα τη θέση του στις ζέστες του καλοκαιριού. Από τις εννιά το πρωί ως τις πέντε το βράδυ, η αντανάκλαση του δυνατού ήλιου στο χώμα σού τσουρουφλίζει το πρόσωπο, οι αστραφτεροί τοίχοι σε στραβώνουν, ο ουρανός και η γη φλέγονται. Η ζεστή σκόνη στεγνώνει και ερεθίζει το λαιμό, νιώθεις σαν ασφυξία να σου σφίγγει τα πνευμόνια […][21]»
Η σκωτσέζα Άγκνες Σμιθ ταξίδεψε στην Ανατολή το 1868 και συνδύασε το ενδιαφέρον της για τους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου με την αγάπη της για τον περιηγητισμό. Βρίσκεται στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 1868: «Την επόμενη μέρα την ξοδέψαμε τακτοποιώντας τα πράγματά μας και βολτάροντας στην οδό Ερμού. Ο ήλιος έλαμπε, αλλά ο άνεμος ήταν τσουχτερός, κι έτσι έπρεπε να επιστρέψουμε για να πάρουμε τα γούνινα παλτά μας. Η επιθεώρησή μας στα μαγαζιά και τις βιτρίνες μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει και πολύ πλούτος στην πόλη […]. Ο άνεμος, ο λαμπερός ήλιος και η σκόνη μας δυσκόλευαν κάπως. Παρηγορηθήκαμε αναλογιζόμενες ότι ο άνεμος φυσούσε από τον Παρνασσό και ότι η σκόνη αυτή είναι η σκόνη των αιώνων»[22]. Λίγες μέρες αργότερα επισκέπτεται τα βουνά της Αττικής και συνομιλεί με έλληνες βοσκούς: «Ωστόσο μας έδωσαν και μια πολύτιμη οδηγία, να κοιμόμαστε πάντα φορώντας φανέλα. Αυτή η προφύλαξη μας έσωσε από πολλά κρυολογήματα. Ο βραδινός αέρας είναι τσουχτερός στις ορεινές περιοχές, ενώ τα ελληνικά αγροτόσπιτα αερίζονται κάπως παραπάνω από όσο πρέπει»[23].
O G. Deschamps επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1890 και μιλάει για τις ανοιξιάτικες μέρες του Μαρτίου και τις πρώιμες ζέστες του, ενώ αλλού αναφέρει το εξής: «Την άνοιξη, δηλαδή στα μέσα Φεβρουαρίου, αν ο τρομερός βοριάς δεν φέρει παγωμένες πνοές από τα βάθη των Βαλκανίων, είναι γλυκό να γυρίζεις στους δρόμους της Αθήνας, χωρίς να σκέφτεσαι τίποτα»[24]. Το καλοκαίρι, όμως: «[…] η Αττική μοιάζει (η γλαυκομάτα θεά Παλλάδα Αθηνά, ας μου συγχωρήσει αυτή τη βλασφημία) με τον πάτο πυρωμένου τηγανιού!»[25].
Η Ίζαμπελ Άρμσρτονγκ ταξίδεψε στην Ελλάδα μαζί με τη φίλη της Ηντιθ Πέιν το 1892 και διαμαρτύρεται για την παροιμιώδη σκόνη και τη δυνατή βροχή που μετατρέπει τη πρώτη σε θάλασσα βούρκου ακόμα και στην Αθήνα. Κατά την επίσκεψή τους στα Μετέωρα μιλάει για τους δυνατούς και τσουχτερούς ανέμους και τον ευγενικό ηγούμενο που φοβήθηκε μήπως οι δύο γυναίκες κρυολογήσουν εξαιτίας του κατά την αναρρίχησή τους στις ανεμόσκαλες. Ενώ και η Μάργκαρετ Φάουντεν κάνει λόγο στα ημερολόγιά της για τις ξαφνικές και δυνατές βροχές και τη μεγάλη παγωνιά στην Αθήνα κατά την διάρκεια της άνοιξης του 1901.[26]
Η Έμιλυ Ράσελ Μπάρινγκτον, γνωστή συγγραφέας και κόρη του ιδρυτή του περιοδικού Economist, το πρωινό της 9ης Σεπτεμβρίου (αρχές του 20ου αιώνα) βρίσκεται στο βράχο της Ακρόπολης: «Αχ, μακάρι να είχαν αφήσει τα ασύγκριτα εκείνα γλυπτά να ανθίζουν μέσα στην ομορφιά τους, κάτω από τούτο τον ανέφελο ουρανό, να θερμαίνονται κάτω από τις αχτίδες τούτης της λιακάδας […]».[27]
Η Βιρτζίνια Γουλφ κάνει το πρώτο της ταξίδι στην Ελλάδα το 1906 και φτάνει στην Αθήνα αρχές Σεπτεμβρίου. Θαυμάζει τον ζεστό γαλάζιο ουρανό και η ζέστη αποτελεί πρόβλημα στην εκδρομή στην Πεντέλη. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η κεντρική θέρμανση ήταν τοποθετημένη στην Ελλάδα. Αλλά η μέρα δεν ήταν πολύ διαυγής και έκανε πολλή ζέστη [...]»[28]. Ένα μήνα αργότερα εντυπωσιάζεται από τις καταρρακτώδεις βροχές και την κατασκότεινη – όπως την χαρακτηρίζει – ομίχλη που έχει απλωθεί στους δρόμους.
Η Μέιμπελ Μουρ έμεινε δύο χρόνια στην Ελλάδα και στο οδοιπορικό Μέρες στην Ελλάδα[29] γράφει για το καλοκαίρι του 1908: «Δεν συμφέρει να σχεδιάζεις εκδρομές κατά τη διάρκεια του Ιουνίου, του Ιουλίου και του Αυγούστου, γιατί στην Ελλάδα οι καλοκαιρινές ημέρες είναι, από πολλές απόψεις, dies non (εξαιρετέα μέρα). Σε αυτό νομίζω μπορεί να αποδοθεί η αποτυχία μας. Συνεχώς η νύχτα μας έπιανε πολύ νωρίς και η μεγάλη ζέστη δεν μας επέτρεπε να αξιοποιήσουμε τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Επιπλέον, οι φίλοι μας είχαν συνήθως δραπετεύσει σε δροσερότερα κλίματα και ήταν δύσκολο να βρεις συνοδούς […]»[30].
Είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1932, η Βιρτζίνια Γουλφ επιστρέφει πάλι στην Αθήνα και γράφει χαρακτηριστικά: «Έκανε τρομερό κρύο. Που πάντα το ξεχνάς. Ο άνεμος σφύριζε σαρώνοντας. Ο Λέναρντ φταρνιζόταν, εγώ έτρεμα… και ω, η βροχή, η βροχή!»[31]. Και λίγες μέρες μετά: «Αχ, ο άνεμος και ο ήλιος!!»[32] Η Κυριακή 8 του Μάη του 1932 είναι το τελευταίο της βράδυ στην Αθήνα: «Να το λοιπόν, το τελευταίο μας βράδυ, πολύ ζεστό, πολύ σκονισμένο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των καλύτερων διακοπών που έχω κάνει εδώ και πολλά χρόνια […] Θα επιστρέψουμε[33] […] ενώ οι μέρες στην Αθήνα θα γίνονται ολοένα και πιο ζεστές –απόψε έτρωγαν έξω στο πεζοδρόμιο στου Κωστή– και οι νύχτες θα γίνονται πιο θορυβώδεις και πιο χαρούμενες […]. Θέλεις να ψήνεσαι στον ήλιο και να επιστρέφεις σε τούτους τους ομιλητικούς, φιλικούς ανθρώπους, απλώς να ζεις, να μιλάς […]»[34].
Δέκα χρόνια αργότερα στις 27 Απριλίου του 1941, Κυριακή του Θωμά: Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα: «Ήταν μια ηλιόλιουστη ανοιξιάτικη αρωματισμένη Κυριακή, γύρω στις 11 το πρωί»[35], γράφει ο Γεράσιμος Σ. Λουκάτος στο βιβλίο του Αθηναϊκά.
Η κατοχική Αθήνα θα περάσει δύο από τους πιο δύσκολους και βαρείς χειμώνες στην ιστορία της. Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 1941: «Ξημερωθήκαμε κάτασπροι, σε παχύ χιόνι. Όλη μέρα χιόνιζε»[36]. Και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς: Παραλυμένοι από το κρύο. Το χιόνι στρώθηκε στην πόλη παχύ και απειλητικό…και σκέπασε τα πάντα»[37].
Μεσολαβεί ο καύσωνας του καλοκαιριού του 1942. Είναι 20 Ιουνίου: «Ζέστη δυνατή. 39-40 βαθμούς Κελσίου»[38]. Ο καύσωνας συνεχίστηκε μέχρι τις 26 Ιουνίου με το θερμόμετρο να φτάνει τους 42 βαθμούς. «Η διαφορά ήταν ότι τότε ο καύσωνας δεν συνοδευόταν με πνιγμένη την ατμόσφαιρα της Αθήνας από καυσαέρια και νέφος αιθαλομίχλης»[39], σχολιάζει ο Γ. Λουκάτος.
Στις 17 Ιανουαρίου του 1944, ημέρα Δευτέρα το χιόνι έρχεται ξανά στην Αθήνα της κατοχής με μεγαλύτερη ένταση. Φτάνει τους 40-50 πόντους: «Ήταν πολύ μεγάλη και σπάνια η χιονιά των ημερών 17 και 18 του Γενάρη του 1944 για την Αθήνα. Από το 1932, που βρίσκομαι εδώ, τέτοιο χιονιά, θυμάμαι, είχε γίνει τον χειμώνα του 1934 (14 και 15 Φεβρουαρίου). Ήταν βέβαια πολύ μεγάλη και η χιονιά του 1941-1942, αλλά όχι σαν αυτή του 1944»[40]. Ο συγγραφέας σημειώνει ότι από το 1944 μέχρι το 1988, που γράφτηκε το βιβλίο, δεν θυμόταν στην Αθήνα, να έπεσε τόσο άφθονο χιόνι όσο τότε. Ένα μήνα αργότερα την Αθήνα πλήττει θύελλα: «Η βροχή εξακολούθησε όλη τη νύχτα και μόνο το πρωί σταμάτησε. Έβρεχε συνέχεια περί τις 40 ώρες. Ύστερα από τη φοβερή ανεμοθύελλα δύο ημερών, ξέσπασε η 40ωρη βροχή. Είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας τώρα, όχι από τους Γερμανούς, αλλά από τη θεομηνία και χωρίς ηλεκτρικό φως [...]»[41].
Μαρία Αρβανιτάκη
Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ:
Αναρτήθηκε στη σελίδα του ΕΛΙΑ στο Facebook στις 19.4.2019
Σημειώσεις
[1] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 111.
[2] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 111.
[3] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 45.
[4] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 57.
[5] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 64.
[6] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 79.
[7] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 104.
[8] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 102.
[9] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 89-90.
[10] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 90
[11]Αναφέρεται στην Ψυττάλεια.
[12] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 90
[13] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 94-97.
[14] Οδοιπορικό στην Ελλάδα / Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Αθήνα: Εστία, 19;;, σελ. 53.
[15] Οδοιπορικό στην Ελλάδα / Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Αθήνα: Εστία, 19;;, σελ. 57.
[16] Ένας χειμώνας στην Αθήνα του 1857 / A. Proust. Αθήνα: Ειρμός, 1990, σελ. 120-121.
[17] Ένας χειμώνας στην Αθήνα του 1857 / A. Proust. Αθήνα: Ειρμός, 1990, σελ. 121.
[18] Ταξίδι στην Ελλάδα: τρία χρόνια παραμονής και περιπλανήσεων: μέρος πρώτο / Henri Belle. Αθήνα: Ιστορητής, 1993, σελ. 42.
[19] Ταξίδι στην Ελλάδα: τρία χρόνια παραμονής και περιπλανήσεων: μέρος πρώτο / Henri Belle. Αθήνα: Ιστορητής, 1993, σελ. 71.
[20] Ταξίδι στην Ελλάδα: τρία χρόνια παραμονής και περιπλανήσεων: μέρος πρώτο / Henri Belle. Αθήνα: Ιστορητής, 1993, σελ. 94.
[21] Ταξίδι στην Ελλάδα: τρία χρόνια παραμονής και περιπλανήσεων: μέρος πρώτο / Henri Belle. Αθήνα: Ιστορητής, 1993, σελ. 74-75.
[22] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 145-146.
[23] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 152.
[24] Η Ελλάδα σήμερα: Οδοιπορικό 1890: Ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη / G. Deschamps, μετάφραση Α. Δαούτη. Αθήνα: Τροχαλία, 1992, σελ. 48.
[25] Η Ελλάδα σήμερα: Οδοιπορικό 1890: Ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη / G. Deschamps, μετάφραση Α. Δαούτη. Αθήνα: Τροχαλία, 1992, σελ. 61.
[26] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 205, 245.
[27] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 331.
[28] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 257.
[29] Αξιοσημείωτο είναι ότι στον πρωτότυπο τίτλο χρησιμοποίησε τη λέξη Hellas αντί του Greece.
[30] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 295.
[31] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 351, 352
[32] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 354.
[33] Εννοεί στην Μεγάλη Βρετανία.
[34] Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα: (1718-1932) / επιλογή και επιμέλεια κειμένων Βασιλική Κολοκοτρώνη, Ευτέρπη Μήτση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ι. Δ. Κολλάρου, 2005, σελ. 356, 358-359.
[35] Αθηναϊκά του πολέμου και της κατοχής: Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες / Γεράσιμος Σ. Λουκάτος. Αθήνα: Φιλιππότη, 1989, σελ.58.
[36] Αθηναϊκά του πολέμου και της κατοχής: Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες / Γεράσιμος Σ. Λουκάτος. Αθήνα: Φιλιππότη, 1989, σελ.79.
[37]Αθηναϊκά του πολέμου και της κατοχής: Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες / Γεράσιμος Σ. Λουκάτος. Αθήνα: Φιλιππότη, 1989, σελ. 80.
[38] Αθηναϊκά του πολέμου και της κατοχής: Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες / Γεράσιμος Σ. Λουκάτος. Αθήνα: Φιλιππότη, 1989, σελ. 93.
[39] Αθηναϊκά του πολέμου και της κατοχής: Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες / Γεράσιμος Σ. Λουκάτος. Αθήνα: Φιλιππότη, 1989, σελ. 94.
[40] Αθηναϊκά του πολέμου και της κατοχής: Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες / Γεράσιμος Σ. Λουκάτος. Αθήνα: Φιλιππότη, 1989, σελ. 148.
[41] Αθηναϊκά του πολέμου και της κατοχής: Ιδιωτικά βιώματα και μαρτυρίες / Γεράσιμος Σ. Λουκάτος. Αθήνα: Φιλιππότη, 1989, σελ. 150.