Το 1820 ο Eugene Delacroix επηρεασμένος βαθειά από το δράμα του αγώνα των Ελλήνων ζωγράφισε το έργο «Έλληνας Πολεμιστής». Το έργο γίνεται το έναυσμα για μια σειρά από σπουδές των γραφικών κουστουμιών των Ελλήνων πολεμιστών, που βασίστηκαν στα αυθεντικά ρούχα που είχαν φέρει στη Γαλλία περιηγητές και συλλέκτες. Οι πίνακες του Ντελακρουά με αποκορύφωμα το αριστούργημα η «Σφαγή της Χίου» επηρέασαν θετικά το φιλελληνικό κίνημα.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν τους Έλληνες αντάξιους των Σπαρτιατών για τον ηρωισμό που έδειχναν στους μακροχρόνιους αγώνες ενάντια στους Τούρκους, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Edward Lear. Ο Shelley γράφει για τους επαναστατημένους Έλληνες το 1822: «Ετούτος είναι ο αιώνας του πολέμου των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές τους». Και ο Σατωβριάνδος το 1825: «Θα εξακολουθήσει λοιπόν ο αιώνας μας να παρακολουθεί σαν θεατής […] να αφανίζουν έναν λαό;»
Ο Γάλλος Rybaud το 1821 γνώρισε από κοντά τη Μαντώ Μαυρογένους και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό: «Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία.» Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ Μαυρογένους σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.
Ο Rybaud συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει: «Από τη μια μεριά [η Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος […] Κι από την άλλη [η Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον». Η Μπουμπουλίνα σκιαγραφείται ως «πεντηκοντούτιδα, ωραίαν, αρειμάνιον ως αμαζόνα, επιβλητικήν καπετάνισσαν, προ της οποίας ο άνανδρος ησχύνετο και ο ανδρείος υπεχώρει». Χρόνια πριν την επανάσταση κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα, η οποία εντυπωσιάστηκε τόσο από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας, που έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε.
To 1823 o George Waddington συναντά στην Ύδρα, τον Ιάκωβο Τομπάζη, τον πρώτο ναύαρχο του ελληνικού στόλου και κρατά στις σημειώσεις του τον παρακάτω διάλογο: «Τι μέρος διαλέξατε για την πατρίδα σας!». Και ο έλληνας ναύαρχος άμεσα απαντά: «Ήταν η ελευθερία που διάλεξε το μέρος, όχι εμείς και μακάρι η ελευθερία να φυλάει και να προστατεύει για πολλά χρόνια έναν τόπο τόσο αντάξιό της».
Το 1830 οι Έλληνες αγωνιστές είχαν γεράσει. Ο «Γέρος πολεμιστής», πίνακας του Lodovico Lipparini, κάθεται σε μια σπασμένη κολόνα και κοιτάζει μακριά κρατώντας σφιχτά στο χέρι το σπαθί του, ενώ στον πίνακα του Ludwig «Εσωτερικό Καφενείου Ωραία Ελλάς» οι ήρωες της επανάστασης παριστάνονται σαν απλοί πελάτες. ΟΙ περιηγητές που καταφθάνουν μετά την επανάσταση αντικρύζουν μια κατεστραμμένη χώρα που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί. Περιμένουν να δουν μόνο σκυθρωπούς ανθρωπάκους, αλλά συναντούν «εύθυμους και χρυσοστολισμένους Έλληνες».
Στις 12 Αυγούστου 1832 ο Λαμαρτίνος βρίσκεται στο Ναύπλιο και παρακολουθεί μια συνεδρίαση του ελληνικού κοινοβουλίου, που διεξάγεται σε ένα ξύλινο υπόστεγο: «Οι βουλευτές […] καταφθάνουν ο ένας ύστερα από τον άλλο, καβάλα στο άλογο […]. Ο βουλευτής ξεπεζεύει, ενώ τα παλικάρια του, αρματωμένα με θαυμάσια όπλα, μαζεύονται λίγο πιο πέρα […].Το ύφος των βουλευτών είναι αρειμάνιο και αγέρωχο. Μιλούν δίχως να μπερδεύουν τα λόγια τους […]. Είναι οι αρχηγοί ενός ηρωικού λαού, οι οποίοι κρατούν ακόμα στο χέρι το τουφέκι ή το σπαθί που χρησιμοποίησαν λίγο νωρίτερα για να τον απελευθερώσουν [... ].Το κοινοβούλιο τους είναι πολεμικό συμβούλιο. Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τίποτα πιο απλό και συνάμα πιο επιβλητικό από το θέαμα αυτού του οπλισμένου έθνους που συζητάει πάνω στα ερείπια της πατρίδας του κάτω από ένα σανιδένιο θόλο ο οποίος υψώνεται καταμεσής στα χωράφια, ενώ οι στρατιώτες γυαλίζουν τα άρματά τους […]. Ανάμεσα στους αρχηγούς συναντάς θαυμάσια πρόσωπα, ωραία, έξυπνα, ηρωικά: είναι βουνίσιοι. Αναγνωρίζεις εύκολα τους Έλληνες νησιώτες έμπορους […]»
Το 1838 ο Εδουάρδος Ζαχαρίας φον Λίνγκενταλ παρακολουθεί τους εορτασμούς για την Ελληνική Επανάσταση στο μητροπολιτικό ναό της Αθήνας, δηλαδή στην Αγία Ειρήνη της οδού Αιόλου: «κι από τις δύο πλευρές του θρόνου στέκονταν πολλοί άνδρες που είχαν παίξει ένα σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Έβλεπε κανείς τον γερο-Πετρόμπεη, τον Κολοκοτρώνη, τον Τσαβέλλα και τον τουρκοφάγο Νικήτα», που στέκονταν με τις γραφικές ενδυμασίες τους «και όλους τους κατείχε μια γνήσια βαθιά χαρά που δεν τη θόλωνε καμιά έριδα. Η παρουσία τους ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους ξένους που φορούσαν τα παρασημοφορημένα ευρωπαϊκά τους ρούχα». Λίγες μέρες αργότερα ταξιδεύει στο Ναύπλιο με το ατμόπλοιο Όθων Α΄ και γνωρίζει από κοντά τον Νικήτα, τον τουρκοφάγο.
Ο πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην Ελλάδα Άντον Πρόκες Ώστεν γράφει για τον Ιωάννη Γκούρα: «Γκούρας. Ρουμελιώτης, ωραίος, γεροδεμένος, νέος άνδρας […].Άξεστος […], ωμός, φιλοχρήματος και φιλόδοξος. Πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου». Ενώ για τον Ιωάννη Κωλέττη: «γιατρός του Αλή Πασά, ικανότατος […]. Μιλάει καλά, διαθέτει οξεία κρίση […] τύπος τρομοκράτη [...]. Μαλάκωσε με τα χρόνια και πόσο αληθινός φίλος μου έγινε! Κανείς δεν είχε το χάρισμα της ήρεμης ευθυμίας, όπως εκείνος και το πιο μεγάλο δώρο να επιδρά ακόμη πάνω στο λαό. Αν θα ζούσε ακόμη θα γινόταν ο σωτήρας της Ελλάδας». Για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνης: «[…] τραχύς, ωμός άνθρωπος. Δυνατό σώμα, ζωηρή έκφραση, πολύ ομιλητικός […]. Είχε πολλές φορές τις τύχες της Ελλάδας στα χέρια του […]. Τον συνάντησα το 1825 […] μιλούσε λογικά και μου άρεσε, όπως τα έλεγε […]». Και καταλήγει για τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο: «Φαναριώτης, στην πλήρη σημασία της λέξεως,, πρίγκιπας […] άνθρωπος με μάθηση, εργατικότητα, συνήθη ευρωπαϊκή μόρφωση, απίστευτα δραστήριος, πονηρός, σφοδρός και όμως πειθήνιος και πάντοτε προσεκτικός […]. Όλοι οι έλληνες ήσαν εχθροί του και μόνο η μεγάλη ανάγκη της πατρίδας τον έφερε επικεφαλής της πολιτικής ηγεσίας […]. Ζούσε με πολλή λιτότητα. Οι μομφές πώς είχε πλουτίσει, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες ηγέτες, είναι εσφαλμένες. Αντίθετα είχε διαθέσει για την πατρίδα του όλα τα δικά του».
Το 1839 περίπου ο Βλαδίμηρος Ντάβιντοφ βρίσκεται στην Αθήνα και μιλάει για τους Αγωνιστές του 21 που τους συναντά κυρίως στα διάσημα καφενεία της Αθήνας με τις όμορφες στολές τους να καπνίζουν και να συνομιλούν λέγοντας ιστορίες για τα χρόνια του πολέμου, ενώ κρατούν ακόμα μέσα στις θήκες τα σκουριασμένα τους ξίφη: «Όμως αυτά τα παλικάρια, που είναι τόσο πολύτιμα για το έθνος, έχουν λησμονηθεί και κάποιοι τα θεωρούν επικίνδυνα εξαιτίας της προηγούμενης ζωής τους».
Λίγες μέρες αργότερα είναι καλεσμένος του κόμη Άρμανσπέργκ και βρίσκεται ανάμεσα στα πιο γνωστά ονόματα της Ελληνικής Επανάστασης και εντυπωσιάζεται από τον Νικηταρά. Σημειώνει όμως ότι η συστολή με την οποία έμπαιναν στην αίθουσα οι Έλληνες ήρωες ήταν πασιφανής και εύκολα εξηγείται. Γιατί εμφανίζονταν σε έναν κύκλο εντελώς καινούργιο γι’ αυτούς που δεν γνώριζαν, που δεν ήξεραν πώς λειτουργεί ούτε ήξεραν τι να κάνουν. «Σκέφτομαι ότι δεν καταλαβαίνουν καν πόσο τιμητικό είναι για όλους εμάς να βρίσκονται ανάμεσα μας».
Λίγες μέρες αργότερα: «Είχα την τιμή να γευματίσω με τον βασιλιά και με τον πρεσβευτή της Πρωσίας Μάρτενς που ήρθε από την Κωνσταντινούπολη. Εκτός αυτών και των αυλικών ήταν μαζί μας και κάποιοι γηραιοί Έλληνες οπλαρχηγοί ο Μαυρομιχάλης, ο Τζαβέλλας και άλλοι, που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους και κάθονταν κομψοί και μεγαλοπρεπείς μέσα στις χρυσοΰφαντες στολές τους και τις λευκές φουστανέλες τους. Παρατήρησα ότι ο βασιλιάς μιλούσε συνέχεια μαζί τους στα ελληνικά με ικανή ευχέρεια και ελευθερία. Πολλές φορές όμως τα παλικάρια δεν τον καταλάβαιναν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον «Τι λέει; Τι λέει;»
Ένα βράδυ, λίγο πριν τη δύση του ήλιου περπατά στους δρόμους της Αθήνας με τον γραμματέα της ρωσικής πρεσβείας και συναντούν μια μεγάλη παρέα Ελλήνων.: «Ο πρώτος από αυτούς, αν και ο γηραιότερος περπατούσε πιο γρήγορα από όλους. Φορούσε την εθνική του στολή, είχε μακριά μαλλιά, μύτη ωραία, κυρτή, ζωηρά μάτια και πλησίασε για να χαιρετίσει τον συνοδοιπόρο μου. Εκείνος τον ρώτησε πώς είναι η υγεία του και ο γέροντας απάντησε χαμογελώντας, σαν μωρό παιδιού… Μας αποχαιρέτισε ευγενικά και συνέχισε το δρόμο του ακολουθούμενος από τον Νικηταρά και τους άλλους Έλληνες. Αυτός ήταν ο ένδοξος Κολοκοτρώνης!»
Ο Φλωμπέρ γράφει στο ημερολόγιό του τον Δεκέμβριο του 1850: «Είδα χθες τον Κανάρη. Είχε ένα μεταξωτό καπέλο σαν κοινός θνητός. Ήταν ντυμένος ευρωπαϊκά και φορούσε ένα μαύρο πανωφόρι. Άνθρωπος μικρόσωμος, κοντόχοντρος, ψαρομάλλης, λίγο πλακουτσομύτης. Δεν ξέρει ούτε να γράψει, ούτε να διαβάζει. Όταν ήταν υπουργός Ναυτικών δεν μπορούσε να βάλει ούτε την υπογραφή του. Δεν γνωρίζει τίποτα από όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν στην Ευρώπη. Τι κατραπακιά για τον Ουγκώ, αν το ήξερε, που τόσο πολύ τον τραγούδησε και τόσο καλά. Ο Κανάρης ξέρει τούτο μονάχα: «Υπάρχουν βιβλία που μιλούν για μένα στη Γαλλία». Μια από αυτές τις μέρες πρόκειται να τον επισκεφτούμε».
Ένα μήνα αργότερα στις 22 Ιανουαρίου του 1851 η επίσκεψη πραγματοποιείται. Γράφει ο Φλωμπέρ: «επίσκεψη στον Κανάρη, μικρό κίτρινο σπίτι […] εσωτερικό πεντακάθαρο. Μας δέχτηκε η κυρία Κανάρη με ψαριανή φορεσιά […]. Γελαστή περιποιητική και ευγενικιά […] γελώντας πολύ […], ο Κανάρης μπαίνει και μας σφίγγει αμέσως το χέρι […]. Ύφος τραχύ μα και γλυκό […] κάθε φορά που γίνεται κουβέντα για τον ίδιο την κόβει, έχει ακούσει να μιλούν για τον Βίκτωρα Ουγκώ (του υποσχέθηκα να του στείλω τα ποιήματα που τον αφορούν), μάτια μικρά. Καθισμένος αρκετά μακριά του δεν μπορώ να δω το παίξιμο του προσώπου του […] ένας άνθρωπος που έχει αποθανατιστεί αιώνιος».
Ο Ντυκάν, που είναι παρών, γράφει για την ίδια συνάντηση: «ο ένδοξος ναύαρχος κατοικεί σε μια ταπεινή οικία [...] φορούσε ευρωπαϊκή ενδυμασία, τα μαλλιά του ήταν λευκά και μακριά […] κρατούσε κομπολόι και ένιωθε αμήχανος. Μα πώς; Αυτός ήταν ο διάσημος Ψαριανός πυρπολητής;[ …] Ήταν αυτός λοιπόν […] με τη μαύρη του όψη και με το σκληρό του δέρμα από τους πελαγίσιους ανέμους, κοντόχονδρος, ρωμαλέος ακόμη και νιώθοντας αμήχανος με τη νέα του ιδιότητα, ως πολιτικός […].».
Το 1852 ο Καρλ Wilhelm Goetling συναντά τον συνταγματάρχη πια Χριστόφορο Περραιβό: «πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή μου όταν χαιρετώντας τον εξηντάρη αυτόν ήρωα με τις πολλές ουλές στο αετίσιο του πρόσωπο αναγνώρισα τον εξ Ολύμπου Περραιβό. Ήταν ο τολμηρός αρχηγός των Σουλιωτών που με μια μικρή ομάδα από ήρωες είχε νικήσει τόσες φάλαγγες του Αλή Πασά για να υποχωρήσει τελικά, όταν έπεσε το αγαπημένο του Σούλι, και να πολεμήσει σ’ όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων ενάντια στους Τούρκους […]. Ο φλογερός αυτός πατριώτης, το αρχέτυπο ενός σύγχρονου γνήσιου Έλληνα, είναι λιγνός σαν σπίρτο για προσάναμμα, αλλά με τους δυνατούς μυς ενός Βεδουίνου ή σαν ποδάρι ενός αραβικού αλόγου. Μου έδωσε ο ίδιος, όταν χωρίσαμε, ένα αντίτυπο του βιβλίου του Απομνημονεύματα πολεμικά διαφόρων μαχών κτλ. Από του 1820 μέχρι του 1829 έτους, Αθήναι, 1836. Δύο τόμοι.»
Την ίδια χρονιά ο Γκωτιέ βρίσκεται στη Σύρο και σε ένα παραλιακό κέντρο θαυμάζει τους Αγωνιστές του 21 που καθισμένοι στα τραπέζια, ήρεμοι είχαν απλώσει τις φουστανέλες τους στις καρέκλες και έπιναν τον καφέ τους κάνοντας θόρυβο με το νερό του ναργιλέ τους.
Μαρία Αρβανιτάκη
Ανακαλύπτοντας την Ελλάδα : Ζωγράφοι και περιηγητές του 19ου αιώνα / Φανή-Μαρία Τσιγκάκου. Αθήνα : Εκδοτική Αθηνών, 1981
Τρεις γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα / πρόλογος: Παν. Μουλλάς. Αθήνα: Ολκός, 1990
Αθηναϊκά: Αττικοβοιωτικά: Δωδεκανησιακά: Πελοπόννησος: Νησιά του Αιγαίου: Κρήτη: 1815-1980: Attica und Bootien: Peloponnes: Agaische inseln: Kreta: 1815-1980 / Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη. Αθήνα: Ωκεανίδα, 1991.
Γράμματα του Φλωμπέρ απ' την Ελλάδα, 1850-51 / εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις Νίκος Αλιφέρης. Αθήνα: Άγρα, 1984
Αττικόν ημερολόγιον του έτους 1879: έτος ΙΓfυπό Ειρηναίου Ασωπίου. Αθήνησιν: Εκ του τυπογραφείου της Κορίννης, 1878
Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ
Ετικέτες: Ελληνική Επανάσταση 1821, ήρωες, ξένοι, εντυπώσεις
Αναρτήθηκε στη σελίδα του ΕΛΙΑ στο Facebook στις 25.3.1821